Friday, April 6, 2012

Πονημα λογου του φίλου Μάριου Ζαμπίκου (Μαράκου)

ο αλαφροΐσκιωτος

Έσβησε τ αχνάρια του ξοπίσω του καθώς δρασκέλιζε τη σπηλιά που στα νιάτα του είχε συναντήσει εκείνο το παράξενο κορίτσι με το διάφανο δέρμα και τα μεγάλα αμυγδαλωτά μάτια.
Δεν ήθελε πριν προχωρήσει πιο βαθιά ν αφήσει πίσω του σημάδια για τους αδιάκριτους χωριάτες που ζούσαν στα ριζά εκείνου του απρόσιτου βουνού με τις πολλές κι ανεξερεύνητες σπηλιές . Τον λέγανε "αλαφροΐσκιωτο" που από παιδί τους διηγόταν τις ιστορίες του για ξωτικά που συνάντησε σ εκείνα τα απομονωμένα μέρη.
Όμως τώρα ήτανε αρκετά μεγάλος και η γνώμη του θα βάραινε αν προσκόμιζε ατράνταχτες αποδείξεις.
Τουλάχιστον στην πανεπιστημιακή κοινότητα δεν θα μπορούσαν να τον αμφισβητήσουν καθώς είχε διαπρέψει σαν σπηλαιολόγος και είχε πολλές φορές αναταράξει τα λιμνάζοντα ύδατα του χώρου φέρνοντας στο φως περίεργα και ανεξήγητα ευρήματα.
Δεν ήτανε δύσκολο με την μικρή του αξίνα και το φτυάρι του να διευρύνει το άνοιγμα που έφραζε το εσωτερικό, αφού είχε προηγουμένως φροντίσει με πολύ κόπο να κλαδέψει τους μεγάλους αγκαθωτούς θάμνους που φύλαγαν και έκρυβαν σαν κέρβεροι την είσοδο της σπηλιάς..

Άναψε τον ισχυρό προβολέα που είχε ενσωματωμένο στο κράνος του και συγκέντρωσε γύρω του όλο το υλικό που του ήτανε απαραίτητο για τούτη τη μοναχική πορεία στα έγκατα της γης.
Ο χώρος ήτανε απείραχτος από τότε που πρωτομπήκε μ ένα μικρό δαδί για συντροφιά και με πολλά όνειρα στο δισάκι του.
Ήταν μόλις δεκατεσσάρων στην πρώτη του εξόρμηση και έρευνα για το άγνωστο και φάνταζε απόκοσμος και σαλεμένος που οι συνομήλικοι του τον απέφευγαν με την προτροπή των γονιών τους. Ακόμα και οι δικοί του τον περιπαίζανε για την επιμονή στα παραμύθια του.
Ομως εκείνος επέμενε ότι τα ξωτικά ζούσανε εκεί απάνω στις δυσπρόσιτες σπηλιές του πυραμιδόμορφου βουνού που έμοιαζε στοιχειωμένο έτοιμο να καταπιεί το μικρό χωριό στους πρόποδες του.
Συνέχισε να ψάχνει για το μικρό τούνελ απ το οποίο ξεπρόβαλε τοτε εκείνο το πλάσμα,αλλά οι τοίχοι γύρω του δεν έδειχναν σημάδια κάποιας εισόδου προς το εσωτερικό.Ο προθάλαμος που βρισκότανε ήτανε μικρός και χαμηλός και τον υποχρέωνε να δουλεύει σκυφτός κουραζωντάς τον στο έπακρο.
Νύχτωσε για τα καλά και ήλθε η ώρα να ανάψει μια μικρή φωτιά,τόσο για να ζεσταθεί ,όσο και για να φωτίζει ολονυχτίς τον χώρο.

Εστρωσε το σλήπινγκ-μπάγκ και χώθηκε μέσα του,όπως χώνεται το βρέφος στην στοργική αγκαλιά της μάνας.Ο ύπνος του ανήσυχος και με παραμιλητά ,μέχρι πούνοιωσε ένα δυνατό σκούντημα στον ώμο. Ανοιξε τα μάτια διάπλατα και ανασηκώθηκε με ανάμεικτους φόβους και απορίες αρπάζωντας συγχρόνως απο δίπλα του την μικρή αξίνα,για κάθε ενδεχόμενο.Ενοιωσε τότε δυό μάτια διαπεραστικά να τον εξερευνούν απο πίσω.Γύρισε και αντίκρισε εκείνο το κορίτσι με ένα αινιγματικό χαμόγελο στο πρόσωπο,να του γνέφει να το ακολουθήσει.Ακούμπησε τα χέρια της στην εξοχή μιας πέτρας ριζωμένης σε μια πλευρά του τοιχώματος και εκείνο παραμέρισε,αφήνοντας να φανεί ένα στενό άνοιγμα.Εκείνη μπορούσε να το διαβεί σχεδόν όρθια,όμως εκείνος έπρεπε να σουρθεί με την κοιλιά για να προχωρήσει.Της έκανε νόημα να περιμένει για να πάρει μαζί του τον εξοπλισμό του αλλά του έδωσε να καταλάβει μ ένα νόημα πως δεν θα του ήτανε απαραίτητος.
Mα εσύ δεν μεγάλωσες καθόλου,ψέλλισε αλλά απάντηση δεν πήρε,παρα μόνο ένοιωσε το μικρό της χεράκι να τον παρασύρει προς τα μέσα..
Επιτέλους,μετά απο πολύ βασανιστικό σούρσιμο,μπόρεσε και σηκώθηκε όρθιος.Ειχανε μπεί σε μιά πελώρια αίθουσα με σταλακτίτες και σταλαγμίτες.
Τότε εκείνη άφησε το χέρι του και του έδειξε ένα άνοιγμα στο βάθος που θα έπρεπε να το ακολουθήσουνε.

Ητανε μια κατωφέρεια σαν τούνελ εντελώς λεία,που ποιός ξέρει πόσο βαθιά πήγαινε."μη φοβάσαι,δεν θα πάθουμε τίποτα" γύρισε και του είπε,μιλώντας του για πρώτη φορά.Εκείνος γύρισε έκπληκτος προς το μέρος της και αρπάζοντας την απο την μέση την τράνταξε γεμάτος θυμό."μα τόσες ώρες δεν μιλούσες,γιατί μου τόκανες αυτό βρε φρικιό"?Δεν περίμενε πως αυτό το τοσοδούλι πλασματακι να είχε τέτοια δύναμη καθώς ένοιωσε να τον σηκώνει ψηλά με το ένα της χέρι.
Φαινότανε θυμωμένη για την συμπεριφορά του,αλλά ΄γρήγορα ξαναβρήκε το χαμόγελο της ακουμπώντας τον μαλακά κατα γής."δεν μπορούσα να σου μιλήσω πιο πρίν,αν δεν έμπαινα πρώτα σε τούτη την μεγάλη αίθουσα που οδηγεί στον δικό μου κόσμο,κατάλαβες κύριε?"

Γλίστρησαν σχεδόν μαζί στο κυκλικό και κατωφερικό τούνελ και μετά απο πολλές στροφές κατέληξαν σε μια τεράστια αίθουσα που οι τοίχοι της ήτανε γεμάτοι με κοιλότητες,σαν κηρήθρες.
"Ουφ ζαλίστηκα,αλλά άξιζε τον κόπο φαντάζομαι"είπε εκείνος ρίχνοντας αχόρταγα το βλέμμα του προς όλες τις κατευθύνσεις.Χρώματα τής ίριδας φώτιζαν τα πάντα γύρω τους και μελωδικές χαρούμενες νότες πλημμύριζαν τον χώρο ."μα γιατί γύρω γύρω έχετε αυτές τις εσοχές που μοιάζουνε σαν κρύπτες?"ρώτησε γεμάτος απορία και δέος την μικρή παρουσία δίπλα του.
"είναι οι φωλίτσες μας και εκεί ξεκουραζόμαστε μετα απο τα ατέλειωτα παιχνίδια μας".Ξαφνικά,αμέτρητα φτερωτά πλασματάκια ξεχύθηκαν σαν ένα μελίσσι απο κει μέσα κάνοντας κύκλους απο πάνω τους.
"θα τρελαθώ,είναι απίστευτο, πετούν κιόλας !"Η μικρή τότε έκανε μια τελετουργική κίνηση και ξαφνικά στην πλάτη της ξεπρόβαλαν μικρές φτερούγες που την οδήγησαν κι εκείνη ψηλά κοντά στα άλλα πλάσματα"'έλα και συ μαζί μας να παίξουμε" του φώναξαν όλα με μια φωνή.

"Μα εγώ δεν έχω φτερά να πετάξω,δεν γίνεται".Τότε ένα τσούρμο απο τις μικρές οντότητες προσγειώθηκε δίπλα του και αφού τον αγκάλιασαν τον σήκωσαν ψηλά μαζί τους μέχρι εκεί που τέλειωνε η οροφή.Πέρασαν πολλές ώρες στο χαρούμενο ξεφάντωμα τους που τον έκανε να μη θέλει να προσγειωθούνε ποτέ ξανά στο έδαφος.Πέταξαν και μέχρι τίς απέραντες αίθουσες με τα παιχνίδια και τα χάρηκαν με γέλια και τραγούδια ,παίζοντας και γελώντας.

Κάποια στιγμή τους ζήτησε να τον ακουμπήσουν στο έδαφος,γιατί είχε περάσει η ώρα και θα νύχτωνε εκει πάνω στο δικό του κόσμο,όμως ήθελε μια απόδειξη να πάρει μαζί του απο τούτο τον κόσμο των ξωτικών που τόσα χρόνια ονειρευόταν να επισκεφθεί.
Γύρισε τότε προς την μικρή του σύντροφο και της εκμυστηρεύθηκε τις σκέψεις του."'μα δεν είμαστε ξωτικά εμείς,έστω κι αν έτσι μας ονοματίζετε κει πάνω και φυσικά δεν μπορείς να πάρεις το παραμικρό δείγμα απο τον τόπο μας σαν απόδειξη,παρα μόνο ένα πλάσμα δικό σου,που εδώ και χρόνια το απόδιωξες ."πλάσμα δικό μου",ψέλλισε γεμάτος έκπληξη'"τι είναι αυτό που μου ανήκε και το απόδιωξα καλή μου?"Τότε το κορίτσι μ ένα μακρόσυρτο σφύριγμα κάλεσε κάποιο απ τα παιδιά κοντά της ,κάποιο που του έμοιαζε καταπληκτικά όταν ήτανε κι εκείνος παιδί.

"Οταν θ ανέβετε επάνω να ξέρεις πως θα είναι καταδικό σου και θα παραμείνει όσο θα το κρατάς βαθιά μέσα σου" είπε και έκανε νόημα σ ολα τα παιδιά να τους αποχαιρετίσουν τραγουδώντας.
"μα που βρισκόμαστε τέλος πάντων μονολόγησε κρατώντας το μικρό αγόρι απ το χέρι"Εκείνο τότε γύρισε προς το μέρος του δίνοντας του μια απρόσμενη απάντηση."Βρίσκεσαι στον κόσμο της χαμένης παιδικής ηλικίας.Εδω κάτω απαγγιάζουν οι παιδικές ψυχές εκατομμυρίων ανθρώπων που τις απαρνιούνται όταν μεγαλώνουν""Δηλαδή εσύ,.. είσαι εγώ..?"ρώτησε το αγόρι με μάτια ορθάνοιχτα απ την έκπληξη. Το αγόρι του έγνεψε καταφατικά,χωρίς να τον αφήσει να ολοκληρώσει το ερωτημά του."ναί,είμαι η χαμένη παιδική σου αθωότητα πούψαχνες τόσα χρόνια να βρεις" Τότε εκείνος γεμάτος συγκίνηση το σήκωσε ψηλά κλείνοντας το στην αγκαλιά του, "μπορεί να μη βρήκα αποδείξεις για τα ξωτικά,αλλά βρήκα εσένα και σκοπεύω να σε κρατήσω για πάντα κοντά μου.Εμπρός χαμένε νεανικέ μου εαυτέ,ας γίνουμε ξανά ένα,καιρός για παιχνίδι"".

Μαράκος

0 σχόλια:

 
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...