Η φωτογραφία είναι απο τη παραλία στο Ζούμπερι Αττικής και απέναντι η Εύβοια, Φωτο: Ελενα Αρχοντάκη, 15 Αυγούστου 2016
Γράφει ο Γιώργος Αθανασιάδης
Δικηγόρος - Θεατρικός Συγγραφέας
ΣΥΔΝΕΥ ΑΥΣΤΡΑΛΙΑ
email: athanasiadis.g@hotmail.com
Η μελωδία των μελτεμιών τ΄ Αυγούστου
Πάντα μ΄ άρεσαν τ Αυγουστιάτικα μελτέμια. Είχαν τη δικιά τους μελωδία και σηματοδοτούσαν το τέλος της εποχής. Ο Δεκαπενταυγουστος και της Παναγίας ήταν το ορόσημο για κάτι που τέλειωνε και κάτι άλλο που θα ξεκινούσε. Για ένα μικρό παιδί, που ίσως δε μεγάλωσε ποτέ, το καινούργιο που ερχόταν ήταν μια νέα σχολική χρονιά. Τα χρόνια εκείνα μπορεί αυτό να μην έδινε τόση χαρά γιατί απλά άρχιζε πάλι το σχολείο... Ισως πάλι και όχι, ίσως νάταν η διαφυγή που έψαχνα από κάτι ακαθόριστο που εισέπραττα αλλά ήξερα ότι δεν ήταν πάντα θετικό.
Τα καλοκαίρια κάπως έτσι τέλειωναν πάντα και επέστρεφα στο πατρικό μου σπίτι στη Νέα Ιωνία και στους γονείς μου από το εξοχικό της θείας μου που με φιλοξενούσε στο Τύμβο του Μαραθώνα. Το σπίτι ήταν καμιά εκατοστή μέτρα από την παραλία και ένας μονότονος ίσος χωματόδρομος οδηγούσε στην ακρογιαλιά μετά τη κεντρική ασφαλτοσιά. Πέντε έξι σπιτια εξοχικά μέσα στα μικρά ή μεγαλύτερα οικόπεδα τους και από την άλλη πλευρά σ όλο το μήκος του δρόμου μέχρι την ασφαλτωσιά ένα χωράφι με ξερές θυμωνιές και διάσπαρτες καλαμιές. Καλαμιές παντού, ήταν λένε βάλτος παλιά η περιοχή και αποξηράθηκε και έγινε έδαφος γόνιμο γεμάτο μπαξέδες και περιβόλια και μετά φύτεψαν και παράνομες εξοχικές κατοικίες ευτυχώς λίγες τότε στη δεκαετία του εξήντα και του εβδομήντα.
Και πάντα έφθανε ο Αυγουστος και ερχόταν μαζί του και τα μελτέμια, κείνος ο βόρειος άνεμος ή βορειοανατολικός που ερχόταν από τη θάλασσα του νότιου Ευβοϊκού και μαζί του έφερνε και τις νησιώτικες μελωδίες από τα απέναντι χωριά της Εύβοιας. Ηταν τα Νέα Στύρα απέναντι και μπορούσα να δώ τα φώτα της μικρής κωμόπολης τα βράδια από τη ταράτσα του σπιτιού που εκεί με οδηγούσε μια σιδερένια περιστρεφόμενη σκάλα, Τα βήματα μου περνούσαν πάνω από χιλιάδες μικρά πολύχρωμα πετραδάκια του μωσαϊκού που ήταν σκεπασμένη η πίσω βεράντα του σπιτιού και πάνω ένα ντεπόζιτο λαμαρινένιο που γεμίζαμε νερό από το την αντλία και το λαστιχο του πηγαδιού που ήταν στην γωνία της αυλής.
Και το μελτέμι ερχόταν πάντα νύκτα και με ξυπνούσε με τη δική του μελωδία καθώς έπαιζε τις χορδές ενός αόρατου οργάνου ή περνούσε μέσα από τα βελόνια των κλαδιών των πεύκων που υπήρχαν διάσπαρτα γύρω από τα σπίτια. Σφύριζε και μέσα από τα λιόκλαδα του ελαιώνα πούταν πιό πέρα και ξύπναγε τις αισθήσεις . Ευλογημένη Αττική γή, ο πιό ευλογημένος τόπος πάνω στη γή... και ότι είναι ευλογημένο έρχεται ο άνθρωπος και το εκπορνεύει και ασελγεί πάνω στο σώμα του και αφήνει παντού τα σημάδια της δικής του ασημαντότητας.
Το μελτέμι είχε για χορδές τα καλώδια που ταξίδευαν από τη μια κολώνα του ηλεκτρισμού στην άλλά και περνούσε μέσα από τις γρίλλιες των ανοικτών παραθύρων και δρόσιζε τον τόπο μετά τη κάψα του Ιούλη και η μυρωδιά από τις ξερές θυμωνιές της άγριας βρώμης γέμιζε τα ρουθούνια.
Λατρεύω την Αττική γή και τα μελτέμια του Αυγούστου που έκαναν τη θάλασσα ν αφρίζει και να κάνει τις κορυφές των κυμάτων προβατάκια θαλασσινά όπως έγραφε και ο Στρατής Μυριβήλης στην Παναγιά τη Γοργόνα.
Πάντα τον Αύγουστο έχει μελτέμια στο Αιγαίο και την Ανατολική Ελλάδα, ενώ δεν έχει στη δυτική καθώς η οροσειρά της Πίνδου και τ΄ άλλα βουνα της Στερεάς κόβουν τον αέρα και δεν δίνουν αυτές τις δροσερές ανάσες μετά το λιοπύρι του Ιούλη.
Παιδί μικρό, μοναχικό, εύρισκα συντροφιά στο κυνηγιάρικο σκυλί του θείου μου , που το περίμενε ένα δύσκολο φθινόπωρο και χειμώνας μέσα στα βάλτα και στούς θάμνους προσπαθώντας να κυνηγήσει αγριόπαπιες ή άλλα πουλιά και λαγούς. Ξεκουραζόταν το σκυλί στο ξύλινο σπίτι του κάτω από τη μεγάλη συκιά και έπαιζα και εγώ δίπλα του και τ΄ αγαπουσα πολύ και εκεινο εμένα. Δεν ήταν πάντα το ίδιο σκυλί νομίζω, ήταν διάφορα που εναλλάσσονταν αλλά το κάθε ένα από αυτά ήταν για μενα ο φίλος μου, η συντροφιά μου τις ζεστές μέρες του καλοκαιριού. Μ΄ άρεσε και το διάβασμα και διάβαζα διάφορα βιλβία ή έκανα ταξίδια σε δρομάκια που άνοιγα να περνάνε τα αυτοκινητάκια μου της matchbox. Εκείνα τα σιδερένια αυτοκινητάκια μου και καμιά φορά έπαιζα και με το Τάκη το γειτονόπουλο που ήταν στην ηλικία μου ή κάποια άλλα παιδιά αν ήταν στα γύρω σπίτια. Αλλά κάποιες φορές γιατί δεν ήταν συνέχεια.
Ξερός ακούγονταν και ο ήχος του λεωφορείου που λίγα μέτρα πιό πέρα περνούσε από τη δημοσιά που πήγαινε στο μνημείο του Τύμβου ή στη Νέα Μάκρη καθώς έστριβε μπροστά στ΄ αρχοντικό του Χαλούλια... ενα μεγάλο σπίτι που ποτέ τόσα καλοκαίρια δεν θυμάμαι να είδα άνθρωπο ν ανεβοκατεβαίνει τους τρείς του ορόφους ή κάποια φωνή να ακουστεί... υπήρχαν λέει άνθρωποι εκει μέσα και έμεναν.. δε τους είχα δεί ποτέ..
Λάτρευα τα καλοκαίρια στην εξοχή, λάτρευα την εξοχή και ζούσα τη μοναχικότητα μου... ισως αυτή η μοναχικότητα να μ ακολουθάει σ όλη μου τη ζωή. Μου άρεσαν οι μέρες με τα μελτέμια και ο αέρας που αντάριαζε τη θάλασσα, εκείνος που άνοιγε τα πνευμόνια και τα γέμιζε τα ρουθούνια μυρωδιές. Ακόμη και στην παραλία που η άμμος ράπιζε το πρόσωπο και το σώμα μου και εκείνο μου άρεσε.
Η ανταριασμένη θάλασσα και ο βοριάς από την Ευβοια έφερνε μια αίσθηση ελευθερίας... Αγαπώ τη μουσική και αγαπώ και τα τραγούδια, αλλά αυτό που μου λείπει είναι η μελωδία των μελτεμιών τ΄Αυγούστου στην αγαπημένη μου Αττική γή..
0 σχόλια:
Post a Comment