Wednesday, December 2, 2015

"30 Αμερικάνικα Δολάρια" ένα Θεατρικό έργο του Γιώργου Αθανασιάδη

Γιωργου Αθανασιάδη
 Δικηγόρου - Θεατρικού Συγγραφέα
377-383 Sussex St SYDNEY
NSW 2000- AUSTRALIA
Tel:  0421969172


To έργο αυτό γράφηκε στην Αυστραλία το έτος 2011 από μένα και
έχουν νόμιμα κατοχυρωθεί τα πνευματικά μου δικαιώματα. Το έργο ανέβηκε στη σκηνή του Θεάτρου Πυξίδα, στου Ψυρρή τον Απρίλιο του 2014, σε σκηνοθεσία Ζωής Μασούρα Τριανταφυλλίδη, και έπαιξαν οι ηθοποιοί, Νάσια Κονιτοπούλου, Ξενοφώντας Χαντζής, Μαρία Χανιώτου, Ευα Γαζάνου και Ζωή Μασούρα. Μπουζούκι έπαιξε ο Γιώργος Πάνου. Στα τραγούδια της παράστασης η Νάσια Κονιτοπούλου. Το έργο αυτό δημοσιεύεται στον προσωπικό μου ιστότοπο, για ανάγνωση και απαγορεύεται αυστηρά η χρήση του κειμένου για άλλο σκοπό ή καθ΄ οιοδήποτε τρόπο  απόδοση του σε θεατρική σκηνή από οιονδήποτε χωρίς την έγγραφη συναίνεση μου ή των κατά νόμον κληρονόμων μου και οι παραβάτες θα διωχθούν σύμφωνα με τις διατάξεις περί πνευματική ιδιοκτησίας.




30 Αμερικάνικα δολλάρια




ΠΡΟΣΩΠΑ
Ορέστης  (50 ετών)
Χαρά (45 ετών)
Γυναίκα  -  (μάνα 80 ετών)
Γυναίκα – (θεία νεκρή)


ΠΡΑΞΗ 1η
Σκηνη 1η
Ενα κομμάτι μιας αίθουσας αεροδρομίου. Ενα τραπέζι (τοποθετημένο στο κέντρο της σκηνής και μπροστά) σε ένα απο τα καφέ.  Γύρω 3 καρέκλες. Μια γυναίκα, με σγουρά μακρυά μαλλιά κάθεται και διαβάζει ένα βιβλίο.  Ντυμένη με μακρυά φαρδιά ρούχα, νταντέλες και στο λαιμό της κρέμονται περίεργα κολιέ πολύχρωμα, από χάντρες. Φοράει στρογγυλά σκουλαρίκια και γυαλιά. Είναι λίγο εύσωμη γύρω στα 45-50.
Ακούγεται το γλυκειά νησιώτικη μουσική ελαφρώς παραπονιάρικη!
Ακούγεται απο τα μεγάφωνα η χαρακτηριστική φωνή μιας κοπέλλας που αναγγέλει την καθυστέρηση αναχώρησης της πτήσης για Νέα Υόρκη, στα αγγλικά.
“Ocean airlines, announces the delay of the flight O506 to New York, due to technical reasons. New departure time after 2 hours
Το φώς κτυπάει στο αριστερό μέρος στο αριστερό μέρος της σκηνης, όπου ενας άνδρας 50 περίπου ετών, μπαίνει σέρνοντας μια βαλίτσα.
Απο τα μεγάφωνα του θεάτρου ακούγεται ένα τραγούδι... «τώρα που θα φύγεις» τραγουδά ο Γιώργος Νταλάρας...
Ο άντρας στέκεται ακίνητος, με το βλέμμα απλανές, κοιτάζει δεξιά προς τα τελευταία καθισματα των θεατών ενω με το δεξι χέρι κρατάει τη βαλίτσα. Το πρόσωπο του ανέκφραστο, βλέπει αλλά δεν επικοινωνεί
Το τραγούδι τελειώνει σβήνει το φώς δυναμώνει εστιάζοντας στον άντρα ....
ΟΡΕΣΤΗΣ
Θεε μου, παντού και πάντα μια διαδικασία, πού θα πρέπει να ακολουθούμε. Ολοκληρη συζήτηση στο  check in  για εκείνα τα 300 γραμμάρια παραπάνω βάρους.
Ξέρετε Κύριε μου, οι κανόνες είναι αυστηροί.... Θα πρέπει να μας πληρώσετε 30 δολλάρια Αμερικής επιπλέον για το υπέρβαρο, αλλιώς θα αφαιρέσετε κάτι απο τη βαλίτσα σας.
Μάλιστα!.... Να αφαιρέσω κάτι απο την βαλίτσα μου.. Μα τι; Τι αλήθεια έχει αυτή η βαλίτσα;
Θυμάμαι κάτι λιγοστά ρούχα, ίσα ίσα τα αναγκαία και βιβλία..
α και εκείνο το λάπτοπ που πιά έχει γίνει η συνέχεια του εαυτού μας.  
Βλέπεις, τώρα πιά όλα είναι διαδικτυακά, όλα ηλεκτρονικά και η ίδια μας η ζωή.
Σκανάρουμε τη πιστωτική μας κάρτα, το διαβατήριο , την ταυτότητα μας, την ζωή μας όλη.
Τι άλλο έχει η βαλίτσα;
Ναι.. ναί ... εκείνα τα άλμπουμ με τις φωτογραφίες τότε που δεν ήταν ψηφιακές για να αρχειοθετούνται,  αλλά τυπώνονταν στο χαρτί για να τις κουβαλάμε..
 να τις βλέπουμε και να θυμόμαστε..
Να θυμόμαστε;... λές και η μνήμη διαγράφεται και δεν γυρίζει ποτέ.
Ομως δεν διαγράφεται, υπάρχει εκεί ... να εδώ στο πίσω μέρος του κεφαλιού μας ... ή μεσα στην βαλίτσα;;;.....
και βγαίνει μπροστά όταν την φωνάξουμε ή όποτε θέλει εκείνη παίζοντας μαζί μας...
άλλοτε σάν χαρούμενο παιδάκι που ξεκαρδίζεται στα γέλια ή
κάποτε κλαίει και μετά πάλι γίνεται έφηβος, αντρας νέος... ώριμος... μεσήλικας και πάει κι έρχεται και ανακατεύεται και μας πετάει απο δω και απο κει και ποτέ δεν σταματά και γίνεται όνειρο,
γίνεται εφιάλτης και βάρος ασήκωτο.
Λοιπόν, το βρήκα .. ναι , ναι είμαι απόλυτα σίγουρος... 300 γραμμάρια μνήμης ...
 αυτά ήταν το υπέρβαρο και κόστισαν 30 αμερικάνικα...
30 αμερικάνικα λοιπόν, για μια ζωή...
χαλάλι, τουλάχιστον δεν την έβγαλαν απ τη βαλίτσα..

Κοντοστέκεται για λίγο, κοιτάζει ολόγυρα του σαν να ψάχνει κάτι και το βλέμμα του σταματά στο τραπέζι με την καθισμένη γυναίκα. Πλησιάζει με αργό αλλά αποφασιστικό βήμα, πρός το μέρος της και ευγενικά την ρωτά:
ΟΡΕΣΤΗΣ
Καλή σας μέρα κυρία μου, μπορώ να καθήσω κοντά σας... ξέρετε είναι το μόνο τραπέζι που υπάρχουν και άδεια καθίσματα...


ΧΑΡΑ
(ελαφρά ξαφνιασμένη, σαν να ξυπνησε ξαφνικά)
Παρακαλώ κύριε , καθήστε !
ΟΡΕΣΤΗΣ
Ευχαριστώ
(τραβώντας την καρέκλα απο την πλάτη, κάνει χώρο , κάθεται και δίπλα του βάζει όρθια τη βαλίτσα)
Ακολουθουν λίγα λεπτά σιγής και αμηχανίας, ενώ η Χαρά προσποιείται πως συνεχίζει το διάβασμα της.  Η Χαρά σηκώνεται και πάει δίπλα στον άντρα που καθεται στην άκρη της σκηνής και έχει μια κιθάρα στο χέρι... αρχίζει να τραγουδά ένα τραγούδι του αποχαιρετισμού...
Μόλις τελειώσει το τραγούδι, επιστρέφει με αργό βήμα και κάθεται ήρεμα στο κάθισμα της και ξαναπαίρνει το βιβλίο στο χέρι της .
Ο Ορέστης παίρνοντας πρωτοβουλία απλώνει το χέρι του στο μέρος της σε κίνηση χειραψίας και συστήνεται
ΟΡΕΣΤΗΣ
Με λένε Ορέστη και είμαι απο την Αθήνα...
ΧΑΡΑ (απλωνοντας άκεφα το χέρι της)
Χαρά ... με λένε Χαρά και είμαι απο την Σύρο.
ΟΡΕΣΤΗΣ
Από την Σύρο;   Θα μου επιτρέψετε να σας ζηλέψω λιγάκι;
ΧΑΡΑ
Να με ζηλέψετε; (χαμογελώντας) Μα γιατί;
ΟΡΕΣΤΗΣ
Μα κυρία μου, για τον απλούστατο λόγο ότι ζείτε καταμεσίς στο γαλάζιο του Αιγαίου. Αναπνέετε και ζείτε με την αλμυρα και την αύρα της θάλασσας, το φώς του μεσογειακού ήλιου και απλώνετε τα χέρια σας στο μπλε και στο λευκό..
Δεν υπάρχει το γκρί της ασφάλτου και του τσιμέντου στη ζωή σας και ο μόνος θόρυβος που ακούτε είναι το κύμα που σπάει στην παραλία, τα θαλασσοπούλια και καμια φορά και το βουητό του ανέμου...
(αλλάζοντας ύφος και βλέμμα, με καθαρή νοσταλγία συνεχίζει)
δεν ακούτε τους ήχους της πόλης, τις κόρνες των αυτοκινήτων, το θόρυβο των δικύκλων, τις σειρηνες της πυροσβεστικής...
τίποτα δεν διακόπτει φαντάζομαι την ηρεμία της καθημερινότητας σας...

ΧΑΡΑ
Ναι... όσον αφορά όλα αυτά ναι... ομως... όμως ο παράδεισος για τη ψυχή μας, δεν ξέρω αν υπάρχει και στο νησί...
μήπως δεν ζούμε σε μια διαρκή αναζήτηση αυτού του παραδείσου;.. μη νομίζετε και εγώ αυτόν ψάχνω...
πάω για να βρώ τον τόπο που ταιριάζει για να ζήσει η ψυχή μου... ώρες ώρες νιώθω ότι την εγκλώβισα και εγώ κάπου, δεν ξέρω πού, μπορεί στο σώμα μου μπορεί αλλού, της στέρησα την ελευθερία της
και φεύγω και πάλι φεύγω...
ΟΡΕΣΤΗΣ
(με αμηχανία και έκπληξη)
Και πάτε πού;
ΧΑΡΑ
Τώρα; ... Μα φυσικά στην Ινδία, Ορέστη... εκεί για την εσωτερική μου αναζήτηση, και παίρνω όλα τα ενεργειακά σύμβολα μαζί μου.. πάνω στο σώμα μου, πάνω στα ρούχα μου... να βλέπετε αυτές τις πέτρες...
(δείχνει τα κολιέ της)
.. όλα αυτά μόνη μου τάκανα.. έχουμε με τον άντρα μου και μαγαζί στην Σύρο και τα πουλάμε... εκεί στην Ινδία είναι άφθονες, θα κάτσω 40 μερες, και θάχω εργατες να δουλεύουν τις πέτρες...
ξέρετε είναι φτηνά τα εργατικά εκεί  και το ξενοδοχεία επίσης...
εγώ θα ασχολούμαι πολλές ώρες της μέρας με την αναζήτηση του εσωτερικού μου εαυτού , της ψυχής μου και ευτυχώς τα παιδιά δουλεύουν εντατικά ώστε νάναι έτοιμες οι ενεργειακές πέτρες για να τις φέρω πίσω στην Σύρο για το μαγαζί... στο μεταξύ εγώ θα αναζητώ την ψυχή μου...
Αλήθεια εσείς ξέρετε που ειναι η ψυχή σας;
ΟΡΕΣΤΗΣ
(αποσβολωμένος , κοιτώντας την με απορία και μια ελαφρά περιπαιχτική διάθεση)
Η ψυχή μου είπατε;... η ψυχή μου... μα υποθέτω μαζί μου...

ΧΑΡΑ
(με ύφος ειρωνικό , με ύφος δασκάλας στον μαθητή και σαρκαστικό χαμόγελο)
Σοβαρά;;;;;
Νομίζετε... μα τι λέτε.. δεν σας έμαθε κανείς λοιπόν, ότι η θέση της είναι ανεξαρτητη απο τις επιλογές μας, ...
αυτή μπορεί να είναι οπουδήποτε... μα οπουδήποτε.. και επειδή είναι η ζωή μας, πρέπει να την κυνηγάμε, να την ψάχνουμε...
ΟΡΕΣΤΗΣ
(προσπερνώντας τα τελευταία λόγια της, μουρμουράει κάτι με το πρόσωπο στραμμένο στους θεατες )
«Σε μουρλή έπεσα αντε να δούμε πως θα ξεφύγω τώρα»
ΧΑΡΑ
Είπατε κάτι;
ΟΡΕΣΤΗΣ
Οχι να... έλεγα πως έτσι και σας αφήνει ο σύζυγος σας να λείπετε τόσο καιρό και μάλιστα τόσο μακρυά;
ΧΑΡΑ
Ισα ίσα που με ενθαρρύνει να το κάνω, διότι έχει κατανοήσει απόλυτα τον σκοπό του ταξιδιού μου, που είναι και επαγγελματικός μαζί εξάλλου.
ΟΡΕΣΤΗΣ
(Με στραμμένο το πρόσωπο στους θεατές)
«Μωρέ με την τρέλλα που κουβαλάς εσύ, ο άνθρωπος τάμα κάνει να ξεκουμπίζεσαι λίγο»  ....
(κοιτάζει πάλι την Χαρά)
Εεεε... ναι ... ήθελα να πω πολύ ενδιαφέροντα όλα αυτα που μου λέτε... ναι .. ναι πρέπει να αναζητούμε... ναι.. ναι .. την ψυχή μας... όπως τόπατε...
ΧΑΡΑ
Αλήθεια , εσείς που πάτε.. δεν σας ρώτησα τόση ώρα...

ΟΡΕΣΤΗΣ
Εγώ; ... εγώ ... πάω μακρυά...πέρα στον μακρυνό ωκεανό, εκει
(και δείχνει με το χέρι του στο πίσω μέρος της σκηνής)
εκεί που δύει  ο ήλιος ... αντίθετα απο σάς... εγώ.. εγώ...
(αρχίζει να τρέμει η φωνή του, αλλάζει όψη, σηκώνει το βλέμμα , στρέφει το κεφάλι προς τους θεατές. Κοιτάζοντας στο σκοτάδι)
εγώ Χαρά... πάω...
(ένα δάκρυ αναβλύζει απο τα μάτια του)
.. εγώ πάω... να ελευθερώσω την ψυχή μου και γώ...
να την βγάλω απο το σώμα μου, να πετάξει σαν πουλί, πέρα εκεί κάτω, πάνω απο τους ωκεανούς...
(έχει σηκωθεί απο την καρέκλα με το σώμα και το πρόσωπο στραμμένο στους θεατές και απλωμένο οριζόντια πανω απο τον ώμο και προς τα μπρός το αριστερό του χέρι)
Τα φώτα χαμηλώνουν, σχεδον σκοτεινά,η Χαρα σηκώνεται αργά και απομακρύνεται απο την σκηνή πίσω της και αριστερά,  ενώ ο Ορέστης σηκώνεται όρθιος κοιτώντας παντού και πουθενά και μονολογεί λίγα λόγια  .
ΟΡΕΣΤΗΣ
...κανείς ποτέ για μένα δεν θα πεί λόγο πικρό... κανείς ποτέ δεν είπε...
ήμουν πάντα ο Ορέστης του δικού τους μικρόκοσμου...
να κοίτα ... ακόμη υπάρχει αυτό το μικρό σημάδι στο χέρι μου, εδώ στο αριστερό... ναι ... ναι... πάντα βρίσκανε την καλύτερη φλέβα για την αιμοδοσία...
τρέχα να δώσεις αίμα, πήγαινε Ορέστη, ξέρεις ...
εκείνος ο άντρας της φίλης μου, έχει ανάγκη κρίμα είναι, εσύ είσαι γερό παιδί, δεν έχεις ανάγκη... τρέχα..
αλήθεια πόσος καιρός είναι που έδωσες αίμα τελευταία φορά;;;;....
γιατί, γιατί πως να στο πώ, εκείνος ο γέρος μωρέ, της ξαδέλφης μου ο άντρας ο Θόδωρος,
δεν ξέρω αν τον θυμάσαι πεθαίνει και τρέχα γιατί πρέπει να πάς, παιδί μου, να δώσεις αίμα....
Μα έχει κόρες και γαμπρούς.... και εγγόνια , γιατί εγώ;;;;...
ΑΑΑΑ στόπα, δεν μπορούν να δώσουν γιατί φοβούνται, γιατί λιποθυμούν, γιατί....
Και γιατί πρέπει να πάω εγώ;...
Καλά, θα μου εξηγήσεις γιατί έγινες τόσο γαϊδούρι και με ντροπιάζεις;... τι να σου πώ;...
Καλά – καλά μαμά.. θα πάω.....
Μπράβο Ορέστη, η θεία σου είπε να σου πώ, χίλια ευχαριστώ.... δυστυχώς ο θείος πέθανε, εεεεεε να δεν είχε ζωή τόχαν πεί άλλωστε και οι γιατροί ... αλλά σούπα να πάς να δώσεις αίμα... για να μην έχουνε να λένε....
...Να μην έχουνε να λένε.... καλά ρε μάνα... και το αίμα τι έγινε;... δεν τον έσωσε;.....
Έλα,τώρα σιγά το πράμα, μήπως ήταν και πολύ μια μπουκάλα έδωσες όλο κι όλο...κάπου θα βρούνε να το δώσουνε... Εμείς μια φορά την υποχρέωση μας την κάναμε....
Την υποχρέωση μας....;;;;;; την κάναμε;;;;;;...
καλά ρε μαμά , ποια υποχρέωση ;;
και ποιά κάναμε μαζι;;... εγώ έδωσα το αίμα μου... εσύ τι έκανες....
Α πα πα το στόμα σου, τι εσύ τι εγώ το ίδιο δεν είναι;;;;;;;;;;;.... έχεις καταντήσει σκέτο γαϊδούρι... αναίσθητος... μου πέφτουν τα μούτρα....

Σκηνή 2η
Ο Ορέστης ξανακάθεται εκεί στο τραπέζι μόνος του, τα φώτα στοχεύουν στο δεξί μέρος της σκηνής και κάτω στην άκρη μπροστά στην πρώτη σειρά των θεατών.
ΓΥΝΑΙΚΑ ή κορίτσια απαγγέλουν τραγουδιστά με συνοδεία μουσικού οργάνου απο τον άντρα στην άκρη της σκηνής

Συγχαρητήρια μπράβο, πολλά πολλά μπράβο
μέσα στων ευχών την μέθη
απέστρεψε το βλέμμα απο τα πλήθη
ήξερε καλά τα άδεια εκείνα λόγια
που αύριο δεν θα ακολουθούσαν
την μοναχική του εκείνη πορεία
καθώς άλλαζε χρώμα
των ονείρων του ο ορίζοντας
το πορτοκαλί και μετά το κόκκινο
έντονη μυρωδιά αποσύνθεσης


παλιόκρυο θυμάμαι έκανε κείνη τη χρονιά
σαν απόφαση σπουδαία του βγάλανε
να ζήσει στο βουνό
εκεί δίπλα σε κείνη την ψηλή μάντρα
τις παγωμένες νύκτες του χειμώνα
που χώριζε την φυλακή των ονείρων
απο κείνο το στενό δρόμο
ανάμεσα στην φυλακή
και στο χωράφι της ματαιότητας

Συγχαρητήρια και σ ανώτερα
και καλή πρόοδο και δρόμο μακρύ
εκείνη η μέθη θαρρείς
και δεν τέλειωνε ποτέ
σαν ουρλιαχτό περνούσε στα αυτιά του
μακρυά τώρα πιά
απο την φυλακή των ονείρων
και το χωράφι της ματαιότητας
σε δρόμο άγνωστο
και εκείνη η μέθη ακολουθούσε

Σταμάτησαν ξαφνικά τα καλοκαίρια
γυρνώντας πίσω χάνονταν στην μνήμη
και μπροστά τα βήματα του τραβούσαν
ζωντανός ακόμη στης λήθης το ποτάμι
άπλωσε τα χέρια του στην άλλη μεριά
αποστρέφοντας το πρόσωπο
από το νερό κείνο της ξέχασης
όχι φωνάζοντας!
δεν θέλω το νερό αυτό να πιώ
(Μαζί με την ΚΙΚΗ)
τα βήματα πιο γρήγορα
πίεζαν το κορμί του και το τραβούσαν
οχι φώναζε κι αντιστεκόταν
μα κείνες όλες οι ευχές
μαζί σαν ύαινες θα νόμιζες
σαν νεκροφάγα όρνεα
ούρλιαζαν ξωπίσω του
δείχνοντας τα ματοβαμμένα νύχια τους
αυτό είναι το νερό που πρέπει να πιείς
να πιείς και να ξεχάσεις!

ΟΡΕΣΤΗΣ
Ποιά είσαι σύ γυναίκα;
Πως πως... με τραγούδι λυπημένο και λόγια δύσκολα που αναστατώνουν τη ψυχή μου, ήρθες μέσα δώ.. μα νόμιζα μακρυά είχες φύγει απ το μυαλό μου, καιρό τώρα και σύ σαι δώ... και να που κάτι θέλεις να μου πείς, αλλά δύσκολα τα νοήματα και τα λόγια σου.
Ξέρεις να με συμπαθάς κιόλας, δεν είμαι ποιητής και στίχους δεν μπορώ να καταλάβω. ...
εγώ να ένας ταξιδιώτης είμαι, εξ άλλου τώρα τι να σου πω το ξέρεις και το βλέπεις και σύ...
όμως για στάσου να δώ το πρόσωπο σου!!!
Μα βέβαια, τώρα που σε βλέπω κάθως καθαρά... ναι σε γνωρίζω... είσαι ΕΚΕΙΝΕΣ!!!...
Μα τι θέλετε πιά... όχι ... οχι  η μία είναι ζωντανή, ναι το ξέρω... υπάρχει, υπάρχεις μάνα ...
μα εσύ θεία... εσύ έχεις πεθάνει πάνε τώρα 20 χρόνια... δεν είσαι ζωντανή.. έχεις πεθάνει... πάρτο απόφαση φύγε πιά απ τη ζωή μου...
ΦΥΓΕΕΕΕΕΕ!!

ΓΥΝΑΙΚΑ
Μα δεν μπορείς να με διώξεις, το ξέρεις είμαι και ζωντανή, είμαι και πεθαμένη, είμαι και η μάνα και η θεία και όλες οι θείες και μάνες και πάντα ζώ και ποτέ δεν πεθαίνω... γιατι ζώ εκεί μέσα το ξέρεις, εκεί μέσα στη μνήμη...
30 δολλάρια πλήρωσες αμερικάνικα για να μας πάρεις μαζί σου...
εσύ δε τόπες ;;;
300 γραμμάρια μνήμη παραπάνω... 300 γραμμάρια...
ΟΡΕΣΤΗΣ
Και τι θέλεις τώρα απο μένα;
ΓΥΝΑΙΚΑ
Ηρθα να σου μιλήσω, να σου πώ δυό λόγια να ξέρεις... να σε σταματήσω..

ΟΡΕΣΤΗΣ
Λέγε να τελειώνουμε...
το ξέρεις μάνα, δεν σταματώ, το ταξίδι αυτό θα συνεχιστεί..
ΓΥΝΑΙΚΑ
Είσαι ανεύθυνος, εσύ φεύγεις...
και τι θα γίνουν εκείνα τα παιδιά σου, που τα παρατάς και πάς...
καλά άσε Μένα, Εμένα μη με υπολογίζεις, μη νοιαστείς που θα είμαι μόνη, μη σε ενδιαφέρει τι θα απογίνω, το πολύ πολύ να ψοφήσω και να με βρούν ξύλο το πρωΐ ..
Αν αρρωστήσω;;
Αν δεν μπορώ;;
θαρρείς και έχω και άλλο παιδί...
μ αφήνεις μόνη  τώρα που ειμαι γριά και ανήμπορη...
που μου ανεβαίνει η πίεση .. που μπορεί να μούρθει εγκεφαλικό, που μπορεί να πάθω κάνα έμφραγμα..
που Εγώ για σένα έκανα θυσίες, που χήρεψΑ νέα ,
που... τέλος πάντων!!!!....
 είναι που Εμένα δεν μου   αρέσουν τα πολλά λόγια, αλλιώς..
ΟΡΕΣΤΗΣ
Το ξέρεις δεν γινόταν αλλιώς, έπρεπε να φύγω απο την Ελλάδα, η κρίση έφταιξε, τι έφταιξε πνίγηκα...
πρέπει να πάω να αναπνεύσω, πρέπει να πάω να δουλέψω να βοηθήσω αυτά τα παιδιά που ξεκίνησες να λές...
ΓΥΝΑΙΚΑ
Τιιι είπες;;;;;  Για τα παιδιά;;;;
Ε καλά τώρα, ναι μωρέ, κανείς άλλος δεν έκανε μόνο η Μαριώ τον Γιάννη...
μόνο εσύ έκανες παιδιά..
βρε εδώ σου μιλάω τι θα κάνω Εγώ;  Εγώ που έγινα θυσία για να σε μεγαλώσω, Εγώ
που δεν ξανάφτιαξα τη ζωή μου, όταν πέθανε ο πατέρας σου...
Εγώ που γηροκόμησα ξέρεις ποιάν, αυτήν την άλλη που βλέπεις δίπλα μου μέχρι που πέθανε για να πάρεις την περιουσία....
Συγχρόνως με την γυναίκα – μάννα , ο Ορέστης επαναλαμβάνει ακριβώς τα ίδια λόγια και ακουγονται απο τα χείλη και των δύο (Τιιι είπες;  Για τα παιδιά;  Ε καλά τώρα, ναι μωρέ, κανείς άλλος δεν έκανε μόνο η Μαριώ τον Γιάννη... μόνο εσύ έκανες παιδιά.. βρε εδώ σου μιλάω τι θα κάνω εγώ, εγώ που έγινα θυσία για να σε μεγαλώσω, εγώ που δεν ξανάφτιαξα τη ζωή μου, όταν πέθανε ο πατέρας σου... εγώ που γηροκόμησα ξέρεις ποιάν, αυτήν την άλλη που βλέπεις δίπλα μου μέχρι που πέθανε για να πάρεις την περιουσία....)




ΟΡΕΣΤΗΣ
Φτάνει πιά μάννα, φτάνει... αυτό το θέατρο...
πάντα ξεκινάς για τα παιδιά και καταλήγεις σε ένα Εγώ... Εγώ... Εγώ... μεγάλωσα πια μάνα, έγινα πατέρας...
μου πήρατε το αίμα της ψυχής μου, απο την μεγάλη σας αγάπη, για να με προστατεύσετε... αρκετά φτάνει

ΓΥΝΑΙΚΑ
(αποστρέφει το πρόσωπο της απο τον Ορέστη, γυρίζει προς το κοινό)
Ειχες ριζώσει  μέσα μου, σπορά ανούσιου έρωτα... παράδοση νεανική, λάθος της νιότης μου και παραμένεις λάθος...
έδεσες την ζωή μου χειροπόδαρα, με ένα άντρα γέρο... και εσύ εκεί να επιμένεις να υπάρχεις , μέχρι που αποφάσισα ότι έπρεπε να σ αγαπήσω...
να σ αγαπήσω;;;;;
Αλήθεια σ αγάπησα ποτέ;;;;;
Οχι , όχι δεν είναι δυνατον , μια μάνα πάντα αγαπάει το παιδί της...
ορίστε να ... γίνεται θυσία!!!,
παντρεύτηκα και ανέχτηκα ένα γέρο γιατί τότε, κάποτε στα νειάτα μου έκανα ένα παιδί μαζί του...
τι νάκανα και εγώ;;;;...
φτωχή, παραδουλεύτρα ήμουνα σε αρχοντικό στην Αθήνα..
εκεί μ έστειλε η μοίρα μου , εκεί η γεννιά μου...παιδί της κατοχής ήμουνα και της ορφάνιας... χωρίς αγάπη μάννας μεγάλωσα, ποτέ δεν γνώρισα πατέρα... πέθανε βλέπεις όταν ήμουν νεογέννητο μωρό..
κι η μάνα μου;;;; ..
ούτε που τη θυμάμαι...
θάμουν λένε τριών χρονών σαν πέθανε ... απο φυματίωση...
έμεινα και εγώ πίσω το μικρότερο ορφανό απο τα πέντε αδέλφια και με σέρνανε μαζί τους...
ΟΡΕΣΤΗΣ
(στραμμένος και αυτός προς το κοινό)
Και μετά ήρθε ο πόλεμος... ναί... ναί... ο πόλεμος
και κατέβαιναν οι εχθροί εκει ψηλά στα χωριά της Μακεδονίας,
 ερχόταν οι Βούλγαροι πρώτοι και μετά οι Γερμανοί...
φύγετε παιδιά να σωθείτε!!!... φύγετε πάρτε και το τελευταίο σας αδέλφι το μικρό κορίτσι!... αλλα φύγετε γρήγορα!...
μα που;;;.. που να πάνε;
ΓΥΝΑΙΚΑ
Ευτυχώς ήρθε κείνος ο συγχωρεμένος ο θείος μας απο το διπλανό χωριό μαζί με την θεία μας, αδελφή της μάνας μας και μας πήραν στο ίδιο κάρο μαζί με τ΄ άλλα 5 παιδιά τα δικά τους και φύγαμε ...
και τρέχαμε για τη Δράμα και μετά Θεσσαλονίκη , κατοχή...
 άστα άστα δεν θέλω να τα θυμάμαι...
Με πονάνε όλα αυτά, καλύτερα σκύλα να μ είχε γεννήσει, ένα ψωριάρικο κουτάβι στο δάσος να ψόφαγα αμέσως...
έζησα για να βασανιστώ... έκανα παιδί ...
 αααα όλα κι όλα επιλογή μου λένε ήταν....
ΟΧΙ ΛΟΙΠΟΝ!!!!!
Δεν ήταν τότε και ποτέ δεν ήταν...
έκανα τα πάντα να ξεκολλήσει απο πάνω μου, πήρα φάρμακα,
έπεσα απο το ποδήλατο... ναι ... ναι επτά μηνών έγκυος και έπεσα απο το ποδήλατο..
τσακίστηκα...
γδάρθηκα....
αλλά αυτό είχε γαντζωθεί πάνω μου ... δεν ήθελε να ξεκολλήσει... γερή σπορά... και έτσι γεννήθηκε...
τότε τόδωσα στο ίδρυμα.. εκεί ξέρεις στην Αθήνα,
εκεί τότε δίνανε τα μούλικα.... και έφυγα...
ΟΡΕΣΤΗΣ
Ναι δεν σας λέει ψέμματα... είναι σε μια έκρηξη ειλικρίνειας... όλα όσα ήθελε να κρύψει...
εκείνα για τα οποία αισθάνονταν ντροπή,
εκείνα που την πονούσαν... για το τί θα πεί ο κόσμος...
πόσο όμως την πόνεσε η αποκάλυψη της αλήθειας...
και γιατί;


ΓΥΝΑΙΚΑ
(Απομακρύνεται απο την αριστερή πλευρά της σκηνής προς τα δεξιά ενώ ο Ορέστης οπισθοχωρεί προς το βάθος. Το φώς πέφτει αριστερά, εμφανίζεται ο άντρας με το όργανο, η γυναίκα πάει στην άλλη πλευρά και αρχίζει να τραγουδά, ένα τραγουδι για την μοίρα της γυναίκας, της μάννας, ή «το αστέρι του βοριά»και όταν τελειώνει το τραγούδι φεύγει απο τη σκηνή)
ΟΡΕΣΤΗΣ
Τι ήταν όλο αυτό;
Δε μπορεί δεν είναι αλήθεια, μα είμαι σε ένα αεροδρόμιο, και φεύγω...
και αυτή ... αυτή ειναι η βαλιτσα μου... ειναι κλειστή έχει και λουκέτο...
δε μπορεί εκεί έκλεισα τη μνήμη.. πλήρωσα γι αυτό 30 αμερικάνικα...
 δεν ήταν αλήθεια δεν ήσουν εσύ μάννα ...
εσύ είσαι ζωντανή ναι.. ναι...
αλλά δεν είσαι εδώ...
έμεινες πίσω στην Αθήνα...
. σ άφησα και φεύγω εκεί πέρα στις χώρες του μεγάλου ωκεανού...
Χα χα χα !!!!
(γελάει ο Ορέστης, ενα γέλιο πικρό)
Ε ναι λοιπόν, έτσι αυτό έγινε, έτσι μεγάλωσα...
όχι όχι ίσως νάταν καλύτερα, δεν μ άφησε στο ίδρυμα , ήρθε και με πήρε μαζί της ...
ναι μετά απο 7 μήνες απο την γέννηση μου και με πήγε εκεί στο σπίτι που έμεινε με τον γέρο...
εκείνον που μετά έμαθα ότι ήταν πατέρας μου,  ο μπαμπάκος μου...
για μένα ήταν...
ή ήθελα να ήταν ένας μπαμπάς... ένας μπαμπάκος...
που να με αγκαλιάζει, να μ αγαπά, νάναι νέος σαν των άλλων παιδιών τους μπαμπάδες...
όμως δεν ήταν έτσι..
όχι... ποτέ δεν θέλησε ν αγγίξει την παιδική μου ψυχή,
εσύ θα είσαι ο πρώτος μαθητής έλεγε, ο καλύτερος, θα κάνεις τα πιο ωραία γράμματα, θα σπουδάσεις μαθηματικά ,
θα πάς στο Πολυτεχνείο, θα γίνεις μηχανικός... όλα αυτά ...
 μέχρι που η δασκάλα μου κάποια μέρα μ έβαλε στο θεατρικό...
και εκεί βρήκα τον μεγάλο μου έρωτα... το θέατρο..
και το χρόνια πέρασαν και ο μπαμπάκος γινόταν κάθε μέρα και πιο γέρος και πιο σκληρός και ...
έβριζε.. .θεούς και δαίμονες και κατέβαζε καντήλια...
και έτρεχα να κρυφτώ,
να εξαφανιστώ και ούρλιαζε σαν θεριό με κείνες τις τεράστιες παλάμες του όταν σημάδευαν τα μάγουλα μου...
 και εκείνη η μάνα... τι;;;;;
Έτρεχε να μ αγκαλιάσει και εκείνη γινόταν σημάδι της τεράστιας παλάμης... και μ έπαιρνε παράμερα και φώναζε και κείνη...
Είδες ... βλέπεις... τι τραβάω για σένανε...
τι θυσία κάνω;

Σκηνή 2η
(Παίζει γλυκιά μουσική και εμφανίζεται πάλι η γυναίκα, φορώντας κόκκινη μαντήλα στο κεφάλι , μαύρα μακρυά φορέματα και χρυσαφικά στο λαιμό, τραγουδάει  Τ  ΑΣΤΕΡΙ ΤΟΥ  ΒΟΡΙΑ ενώ ο άνδρας παίζει μουσική στην άλλη άκρη της σκηνής και  δακτυλίδα και σμαράγδια της στολίζουν τα χέρια τώρα, προχωράει προς το αριστερό μέρος της σκηνής στην ίδια θέση που ήταν και προηγουμένως και ο Ορέστης στη δεξιά απέναντι της , δεν την κοιτάζει βλέπει πάλι με βλέμμα απλανές το κοινό μπροστά του)
ΓΥΝΑΙΚΑ
Εσύ λοιπόν Ορέστη έχεις μεγάλη πλάκα...
ναι το είδα και εγώ όταν πέθανε ο πατέρας σου παιδί μου, εκεί στην κηδεία... θυμάσαι που σας είπα να κλαίτε με αξιοπρέπεια, με μέτρο και όχι με υστερίες;.. Ε λοιπόν, εκείνη η μάννα σου το εφάρμοσε,
χαχαχαχα.... είχε βάλει και μαύρο μαντήλι...
 αυτά είπε φοράνε οι χήρες..
γιατί;
Γιατί πονάνε ή για να ξεχωρίζουν, νέα ήταν τότε, θα έδινε στόχο  και στις εννιά του μακαρίτη... ξέρεις τώρα χαχαχαχα!!!! ,
εισαι αρκετά μεγάλος πλέον και πρέπει να λέμε τα πράματα με το όνομα τους.... αχ!!!  αγόρι μου,
μη νομίζεις, την έβλεπα εγώ τι άνθρωπος ήταν...
ξέρεις θυμάσαι που στο είχα πεί...
αλήθεια πως το είπα;
ΟΡΕΣΤΗΣ
Μην αναρωτιέσαι πως το είπες... θυμάσαι και πολύ καλά ΘΕΊΑ!
«είσαι παιδί του έρωτα ΕΣΥ!!!...»
γεμάτη μίσος και ειρωνεία...
και εγώ ήμουν ένα παιδί... 14 ετών ... ορφανό όπως με φωνάζατε...
και εσύ ήθελες να πείς αλήθειες... τις αλήθειες των άλλων...
η ειλικρίνεια σταματά όταν δει τα όρια της δικής μας ψυχής...
ΜΑ για το όνομα της Παναγίας!!!, που βρέθηκες εσύ;;;;; ..
ΔΕΝ ζείς!.. έχεις πεθάνει!...
ναι έκλαψα και στην κηδεία σου.. ήμουν στην ταφή σου...
είχες δέσει την ζωή μου....
ΔΕΝ ΖΕΙΣ, ΕΧΕΙΣ ΠΕΘΑΝΕΙ!
ΓΥΝΑΙΚΑ
Χαχαχαχαχα ....
πόσο ανόητος παρέμεινες μικρέ μου Ορέστη!...
ευτυχώς και με γνώρισες δηλαδή ,
είμαι η θεία σου η αδελφή του πατέρα σου... χαχχαα !
30 αμερικάνικα δολλάρια πλήρωσες για να με κουβαλάς μαζί σου..
υπέρβαρο βαφτίσανε την μνήμη και συ την έκλεισες στην βαλίτσα και έβαλες και λουκέτο..
είσαι μαζοχιστής αγόρι μου...
άς την άφηνες να φύγει ... να πάει μακρυά...
ΟΡΕΣΤΗΣ
Δεν μπόρεσα να το κάνω αυτό θεία μου... δε μπόρεσα να σε πετάξω ,
δεν είχα τη δύναμη...
ΓΥΝΑΙΚΑ
Χαχαχαχαχα.. το ξέρω... αυτό ήθελα να πετύχω και το πέτυχα...
εκεί θάσαι δεμένος για πάντα μαζί μου...
Θάμαι πάντα εδώ να σου θυμίζω τα λάθη σου...
Εσύ είσαι πορφυρογέννητος, στόχω πεί πολλές φορές, απο εξέχουσα οικογένεια της Κωνσταντινούπολης,
 Φαναριώτης απο τον πατέρα σου, και άστα απο τη μάνα σου...
βλέπεις ήταν δουλικό, στου κουτσού το σπίτι, του φίλου του αδελφού μου και πήγε και γκαστρώθηκε με τον αδελφό μου...
για να φύγει απο την μιζέρια της...
χαχαχα...
ΟΡΕΣΤΗΣ
Σταμάτα πιά!! Ελεοοοςςςς!!!
Μη με βασανίζεις άλλο, έχεις πεθάνει...
(ξεσπά σε κλάματα και συνεχίζει)
δεν μ ενδιαφέρουν αυτά, δεν είμαι ο φταίχτης εγώ.. δε φταίω εγώ, για όλα αυτά...
εγώ θεία ήμουν μαζί σου τα καλοκαίρια εκεί στην εξοχή, θυμάσαι;
Εκεί στο εξοχικό που στην κολώνα του έγραφε «Βίλλα Φωτεινή»
 και πάντα μούδινες όλη μέρα δουλειά...
ναι δε λέω , δεν έχω παράπονο.. με πρόσεχες..
με σήκωνες το πρωί στις 8 να πιώ το γάλα μου...
μετά στις 9 παρά τέταρτο να πάω να φέρω ψωμί και ότι άλλο ήθελες απο τον μπακάλη , τον Μπαϊρακτάρη θυμάσαι;
Ναι και τις 9 και 15 έπρεπε να έχω γυρίσει για να πάω αμέσως να αρχίσω το πότισμα στους κήπους...
πολύ όμορφα και μες στον ήλιο παιδί μικρό ακόμη,
αμούστακο, να σκάβω να ποτίζω...
και εσύ εκεί στη σκιά κάπνιζες και έλυνες σταυρόλεξα.
Για να εξασκείς το μυαλό σου..
Και μετά στις 11 και μισή έπρεπε νάμαστε στη θάλασσα και εγώ...
Κουβαλούσα τις τσάντες
Και μετά στεκόσουν στην παραλία έμπαινες λίγο στην θάλασσα
Και με φώναζες να σου φορέσω τα βατραχοπέδιλα
Και εγώ ήθελα να παίξω με τα παιδιά ... και δεν μ άφηνες
Γιατί εκείνα ήταν λαϊκά παιδιά
Που έρχονταν με τα πούλμαν της εργατικής εστίας...
Αλήθεια, θυμάσαι θεία μου, τι έξυπνη που ήσουν...
ήξερες και γαλλικά... ναι είχες τελειώσει τις καλόγριες στην Πολη... βέέέέέβαιαιαιαααα  μεγάλη οικογένεια...
και μετά ...
ΓΥΝΑΙΚΑ
(με ύφος πολύ ενοχλημένο και βλέμμα φθονερό)
Πάντα είχες μεγάλη γλώσσα, αλλά στην έκοβα εγώ,
είχα τον τρόπο μου...
και ακόμη τώρα...
τι νόμιζες επειδή πέθανα θα μπορείς να λές ότι θές;;;;;
Οχι παιδί μου!!!...
το ξέρεις ότι σ αγαπούσα και απο αγάπη το έκανα,
ήσουν πρότυπο έπρεπε να είσαι πρότυπο...
ΟΡΕΣΤΗΣ
Ναι θεία, έπρεπε να ήμουν και ήμουν...
Ομως ήμουν ότι θέλατε εσείς να γίνω...
ποτέ δεν μπορούσατε να μ αγαπησετε γι αυτό που πραγματικά ήμουν...
  και εγώ... έκανα αυτό που θέλατε...
πέρασαν χρόνια για να τα  καταλάβω όλα αυτά
τη θηλειά που σφίγγατε στο λαιμό μου
 και την λέγατε αγάπη...
ΓΥΝΑΙΚΑ
Επιτέλους θυμήθηκες ότι έπρεπε να μου μιλάς στον πληθυντικό, εξ άλλου προσπάθησα να σου μάθω τρόπους, να στέκεσαι και μπροστά στον καλύτερο κόσμο...
ποιος θα σου τα μάθαινε αυτά;
Η μάννα σου;
Αυτή, μετά το θάνατο του πατέρα σου το μόνο που την ενδιέφερε ήταν το φλέρτ...

ΟΡΕΣΤΗΣ
Σταματήστε επιτέλους... φύγετε απο την ζωή μου... φύγετε έστω και με πληθυντικό...
ΓΥΝΑΙΚΑ
Μα εσύ με φώναξες.. τώρα τι θές..
ΟΡΕΣΤΗΣ
Εγώώώώ... πότε;;;;
ΓΥΝΑΙΚΑ
Ναι... μα τόσο .............. είσαι λοιπόν;
Εσύ δε πλήρωσες τα 30 αμερικάνικα για να πάρεις το υπέρβαρο στη βαλίτσα; Χαχαχα .....
 μα ακόμη δεν κατάλαβες πως δεν ήταν τα βιβλία;...
τη μνήμη πλήρωσες...
ΟΡΕΣΤΗΣ
Μούπαν ότι θα γίνει μάθημα για τη νέα ζωή...

ΓΥΝΑΙΚΑ
Νέα ζωή;.... τον ακούτε;;;;  ...
δεν υπάρχει μικρέ μου, νέα ζωή... η ίδια πάντα είναι..
και εδώ στη γή και εκεί πάνω...
κουβαλάμε πάντα τις αλήθειες μας... όποιες και νάναι...
στη γήταράζουν τον ύπνο μας,
γίνονται εφιάλτες στα όνειρα μας,
στον κόσμο των νεκρών όταν πάμε γίνονται ερινύες και μας κρίνουν... βασανιστικές,
πονάνε  τ΄ ακούούούς;..
Αλλά δεν γυρίζει ο χρόνος πίσω..
ΟΡΕΣΤΗΣ
Σταματήστε ... δε θέλω να γυρίσω το χρόνο πίσω...
θέλω να προχωρήσω... να σας πετάξω απο τους ώμους μου...
 φτάνει πια..

ΓΥΝΑΙΚΑ
Δεν θα μείνω για πολύ ακόμη, όμως πρέπει να μ ακούσεις...
τώρα πιά μετά απο τόσα χρόνια αφού με κάλεσες πρέπει να στα πώ...
 Ξέρεις τη ζωή μου... ξέρεις...
έμεινα ορφανή και γώ και ο πατέρας σου
και εκείνου πάντα ήθελα να του λέω εγώ τι θα κάνει...
πάντα πατούσα πάνω στις αδυναμίες του και ήμουνα κυβερνήτης του..

ΟΡΕΣΤΗΣ
Είναι κρίμα, είναι άδικο... δεν μπορεί να έχει συμβεί αυτό..


ΓΥΝΑΙΚΑ
Χαχαχαχα, γιατί είναι άδικο;
Ήθελα λεφτά, ήθελα ασφάλεια, ο Θεός παιδιά δεν μούδινε και ο άντρας μου νεώτερος και  γυναικάς... έπρεπε κάπως να τον κρατήσω ,
βλέπεις ο έρωτας και το σέξ κάποτε καλμάρουν,
 τι μέσα έπρεπε να χρησιμοποιήσω;
Χρήμα!!!!!... και εκείνος... ο πατέρας σου είχε... είχε πολύ...
έπρεπε να του το πάρω,
στο κάτω κάτω αδελφή του ήμουν..
έτσι και εγώ θα αγόραζα τον έρωτα του άντρα μου,
θα τον έντυνα όμορφα, και έτσι τόκανα...
 βρήκα τον τρόπο να του παίρνω τα λεφτά του αδελφού μου
τον χώρισα απο τη πρώτη του γυναίκα...
ναι έβαλα τον άντρα μου να πεί στο δικαστήριο ότι την είχε ερωμένη του... χαχαχαχαχα
και έτσι βγήκε απο τη μέση εκείνη,
πήρα τα δύο κορίτσια του εγώ τις αδελφές σου και την άλλη η μάνα τους  
και μετά εκείνη έφυγε στην Γαλλία και μετά στην Αμερική
στο διάολο και ακόμη παραπέρα...
και εν τω μεταξύ με τα χρήματα που μου έστελνε ο πατέρας σου,
...για τα παιδιά του ΠΑΝΤΑ,
αγόρασα φορτηγό στον άντρα μου, που ήταν το όνειρο του...
και έτσι έφυγε απο τον μπαξέ...
 μετά πήρα και το εξοχικό...
ναι εκείνο στο Μαραθώνα... που ερχόσουν τα καλοκαίρια...
χαχχαχα... 
όλα ήταν σχεδιασμένα καλά, μέχρι που γεννήθηκες εσύ...

ΟΡΕΣΤΗΣ
Ναι μα τότε δεν είχαν περάσει όλα αυτά;
 Τι άλλη συμφορά έφερε η γέννηση μου;
ΓΥΝΑΙΚΑ
Θεώρησα χρέος μου, να τον μαζέψω τον αδελφό μου,
τον κάλεσα όταν το έμαθα και τουπα ότι θάπρεπε να αναγνωρίσει το παιδί ή να παντρευτεί τη μάνα του...
στο κάτω κάτω, είχε πιάσει σχεδον τα πενήντα τότε και θάπρεπε κάποιος να τον γηροκομήσει ...
κι η μάνα σου ήταν μόλις 27...
ΟΡΕΣΤΗΣ
Χτίζατε τις ζωές σας στις αδύναμες πλάτες ενός βρέφους...






ΓΥΝΑΙΚΑ
Μπά αντέχουν τα μωρά μη νομίζεις..
μη ξεχνάς ότι όλη μου τη ζωή δούλευα στο ΠΙΚΠΑ με τα μωρά και τα μικρά παιδιά..
μεγάλωνα τα παιδιά του αδελφού μου...
καταραμένα όλα...
και δικό μου παιδί δεν κράτησα...
έπρεπε να αγαπάω τα παιδιά... έτσι μου είπαν όταν έπιασα δουλειά,
έτσι μου έιπαν οι καλόγριες στο σχολείο στην Πόλη...
όλοι αγαπούσαν τα παιδιά....
ε λοιπόν μάθε το ΟΧΙ  δεν τ αγάπησα ποτέ...
τα είχα γύρω στη ζωή μου, αλλά με τον ένα ή τον άλλο τρόπο μου έφεραν λεφτά...

ΟΡΕΣΤΗΣ
Αισθάνομαι φρίκη να σας ακούω να μιλάτε έτσι... ναι είναι αλήθεια, αυτό εισέπραξα απο σάς...
πατούσατε πάνω στις ανθρώπινες αδυναμίες και ανεβαίνοντας χτίζατε το δικό σας κόσμο...
αγοράζατε τουαλέττες, χρυσαφικά, ακριβά αυτοκίνητα...
αλλά ξέρετε κάτι θεία μου, με όλα τα χρήματα του κόσμου δεν μπορέσατε να αγοράσετε αγάπη...
η αγάπη δεν αγοράζεται ούτε διδάσκεται...
είναι συναίσθημα και είτε το έχεις είτε όχι..
ΓΥΝΑΙΚΑ
Αλλη μια δυστυχία μου, ανηψιέ,
ήταν ότι αυτό το καταλάβαινα... το ήξερα...
έταζα σε όλους κοσμήματα, λεφτά, ακίνητα... και πάλι ήμουν μόνη...
και ήξερα και για τον άντρα μου...
γύριζε ο ελεεινός με γυναίκες, σπαταλούσε χρήματα σε ερωμένες... ήρθαν τα γηρατειά...
αλλά στα μάτια μου ήταν πάντα νέος και ωραίος.. ενώ εγώ...
ΟΡΕΣΤΗΣ
Δεν έχετε μετανιώσει γι όλα αυτά;
ΓΥΝΑΙΚΑ
Καθόλου!!!
αισθάνομαι ότι έκανα ότι μπορούσα για να κερδίσω τους ανθρώπους...
να κερδίσω αγάπη, να φύγω απο την μοναξιά...
δεν ήξερα άλλο τρόπο... ίσως να ήταν λάθος...




ΟΡΕΣΤΗΣ
Αμετανόητη λοιπόν μέχρι σήμερα...
εγώ τι σας έφταιξα;... ποιόν τρόπο βρήκατε να μ αγαπήσετε...
μήπως όταν μου χαρίσατε εκείνο το παλιό ακίνητο στο Μαρούσι;

ΓΥΝΑΙΚΑ
Ανόητε... μήπως θυμάσαι καθόλου πότε στόδωσα το σπίτι της γιαγιάς;
ΟΡΕΣΤΗΣ
Ναι ήταν τότε το ’88 πριν παντρευτώ..
ΓΥΝΑΙΚΑ
Ηταν τότε που ήσουν έτοιμος να φύγεις, ν ακολουθήσεις την γυναίκα σου στο νησί, να φύγεις απο την Αθήνα... μακρυά....εγώ είχα επενδύσει σε σένα... έπρεπε να με γηροκομίσεις...
(ανάβει τσιγάρο)
μη κοιτάς που ήρθαν αλλιώς τα σχέδια και έφερε ο θείος σου στο σπίτι την ερωμένη του, σαν οικιακή βοηθό...
δεν την εμπιστευόμουν, ενώ ήξερα ότι θα δέσμευα εσένα και εκείνη την κοντή τη μάνα σου...
να μ εξυπηρετείτε...
ΟΡΕΣΤΗΣ
Ωστε είχε απόλυτο δίκιο η γυναίκα μου όταν μου το έλεγε αυτό...

ΓΥΝΑΙΚΑ
Ααααα... ναι... η γυναίκα σου... η  Ελένη... Αλλός μπελάς εκείνη...
Μα φυσικά, αν και χωριάτισσα ήταν πανέξυπνη..
ήταν ένας πρόσθετος μπελάς στην ζωή μου, από την πρώτη στιγμή που την είδα... θα μπορούσε να σου ανοίξει τα μάτια...
εσύ ήσουν ερωτευμένος τυφλά.. θα την άκουγες...
αλλά είχες μια αδυναμία βασική...
δεν είχες χρήματα... και εκεί έπρεπε να κτυπήσω... και το ΕΚΑΝΑ..

ΟΡΕΣΤΗΣ
Και η ζωή μου;... η ευτυχία μου;..
ΓΥΝΑΙΚΑ
Ελα τώρα ανηψιέ μου... ποια ζωή σου και ποια ευτυχία;
Μήπως σούδωσε ποτέ κανείς τις βάσεις για ζωή και ευτυχία..
 αστεία που τα λές...
αλήθεια πίστεψες ποτέ ότι θα ήταν ικανή η μάννα σου να σου δώσει κάτι τέτοιο... και εκείνη ήθελε στήριγμα...
ήταν ανίκανη και οκνή...
 έκανε την φιλάσθενη... είχε μάθει να ζεί σαν παράσιτο στις πλάτες άλλων...
 έχασε τον άντρα της
(αγριεύει το βλέμμα της και γεμίζει μίσος)
αλλά η σκύλα είχε εσένα...
σε είχε ανάγκη και έπρεπε να σε εξουσιάσει... να σέρνεσαι πίσω της ...
αλλά σε είχα ανάγκη και εγώ...
βλέπεις στους ανθρώπους που ο Θεός δεν δίνει παιδιά, δίνει ο Διάβολος ανήψια...

ΟΡΕΣΤΗΣ
Γιατί , γιατί όλα αυτά; Ποιό λάθος είχα κάνει; Σε τι είχα φταίξει;
ΓΥΝΑΙΚΑ
Εσύ;
Η ίδια η γέννηση σου, ήταν ένα φταίξιμο, ήταν ένα πρόβλημα...
 μεγάλο για την μάννα σου, που έπρεπε να ανεχθεί τον αδελφό μου..
δύσκολος, ιδιότροπος, κακός άνθρωπος...
απο την άλλη όμως ήσουν και η λύση για μένα..
το πρόβλημα της μάννας σου και δικό σου που ζήσατε με τον αδελφό μου..
 ήταν η σανίδα σωτηρίας μου...
ε ναί, έπρεπε να το εκμετταλευτώ... θα ΗΣΟΥΝ Η ΣΩΤΗΡΙΑ ΜΟΥ..
δεν ξέρω ποιό θάταν το κέρδος τελικά...
αλλά έπρεπε να το ρισκάρω..



ΟΡΕΣΤΗΣ
Μα για κάποια πράγματα θεία μου, με βοηθήσατε... να με μάθατε Αγγλικά,
με μάθατε να κολυμπώ, με είχατε στην εξοχή...
ΓΥΝΑΙΚΑ
Επρεπε να τα κάνω αυτά, γιατί δεν θα μπορούσα να σε έχω δίπλα μου και να ήσουν και αστοιχείωτος.
Εξ άλλου, ως νόθος, είχες εξαιρετική μαθησιακή ικανότητα, και θάπρεπε να σε προβάλλω εκεί στο σόϊ του άντρα μου που ήταν όλοι αμμόρφωτοι...
μέχρι να τα καταλάβαινες όλα αυτά, μεγάλη ήμουν σε ηλικία,
θα είχα πεθάνει,
όπως και έγινε...
ΟΡΕΣΤΗΣ
Διαβολικό σχέδιο...  γιατί όμως σε μένα; Γιατί;
Γιατί με πληγώσατε από μικρό παιδί ;
 (δάκρυα τρέχουν στα μάτια του Ορέστη και σκύβει το κεφάλι)

ΓΥΝΑΙΚΑ
Μα το βλέπεις; 
Ακόμη και τώρα σκύβεις το κεφάλι μπροστά μου.
Είναι βλέπεις ο σεβασμός που σε δίδαξα ότι πρέπει να έχεις στους μεγαλύτερους.
Δεν είσαι ικανός να αντέξεις αγόρι μου τίποτα ....
και απορώ πως πήρες την απόφαση να κάνεις αυτό το ταξίδι.
Αν ζούσα ακόμη νάσαι σίγουρος δεν θα τόκανες ποτέ...
ΦΑΙΝΕΤΑΙ εχεις γεννηθεί για να υποφέρεις...
είσαι εκείνο το παιδί που δεν απόκτησα ποτέ...
κουβαλάς τις ενοχές της ίδιας σου της ύπαρξης...
ΟΡΕΣΤΗΣ
Πάψτε θεία επιτέλους, πάψτε...
ΓΥΝΑΙΚΑ
Μα δεν με κάλεσες απόψε εδώ για να πάψω αγόρι μου;...
αντίθετα με κάλεσες να σου πώ όσα ήξερες και δεν ήθελες ν ακούσεις,
 κλείνοντας τ αυτιά σου δεν κερδίζεις τίποτα...
αντίθετα  στα αλήθεια γίνεσαι αστείος....
χαχαχαχαχαχαχα!!!!!!
ΟΡΕΣΤΗΣ
Αν δεν ήσασταν νεκρή θεία θα σας σκότωνα εγώ τώρα...
ΓΥΝΑΙΚΑ
Χαχαχα..
θα μου πείς γιατί γελώ... μα σε πρόλαβε άλλος,
θυμάσαι που σούπα ότι ο άντρας μου είχε προσλάβει εκείνη την αλλοδαπή υπηρέτρια...
την οχιά...
ερωμένη του ήταν, την είχε μέσα στο σπίτι,
 έφερε και τα παιδιά της όταν «έδεσε» η σχέση της με εκείνον...
με τρέλλαναν στα χάπια, με βαρέθηκε εκείνη και ένα βράδυ όταν πιά είχε περάσει καιρός, με έπνιξε...
πέθανα απο ασφυξία με ένα μαξιλάρι μου πλάκωσε το πρόσωπο και αυτό ήταν  όλο... σε διαβεβαιώ τέλειωσαν όλα σε λίγα λεπτά...
ήταν επώδυνος αλλά λυτρωτικός για μένα θάνατος...

ΟΡΕΣΤΗΣ
Μα τι λέτε θεία... δεν καταλαβαίνω..
ΓΥΝΑΙΚΑ
Σταμάτα πιά να υποκρίνεσαι Ορέστη..
σου είπα το κακό με σένα ήταν το μυαλό σου ήταν δαιμόνιο...
αμέσως το κατάλαβες δεν μίλησες...
και στην κηδεία έβγαλες δηλητήριο στο θείο σου...
όλα τα έβλεπα... χαχαχαχα
ΟΡΕΣΤΗΣ
(με οργή και επιθετικά προς το μέρος της)
Εεεε ναι λοιπόν, όλα τα κατάλαβα, όλα τα ήξερα και όλα όσα είχες κάνει... τά έλεγαν οι αδελφές μου, τα συζητούσαν...
να ξέρεις είχαν γίνει και άλλα πολλά που ποτέ δεν τόλμησαν να στα πούν τα κορίτσια...
τώρα θάρθει η ώρα να τ ακούσεις και να καταλάβεις το πάθος σου, την εξάρτηση, το άρρωστο μυαλό σου...
Ναι σερνόσουν πίσω απο τον άντρα σου...
όσο σε έβριζε, όσο σε έφτυνε, αδιαφορούσε... τόσο εσύ έλιωνες γι αυτόν,
 ήσουν στέρφα... δεν του χάρισες ποτέ την χαρά ενός παιδιού ...
ζούσες σε μια αρρωστημένη σχέση πάθους και μίσους.
Οσο έλεγες ότι τον αγαπούσες άλλο τόσο τον μισούσες...
 κατέρρεες και τον έβλεπες να στέκεται στα πόδια του και εσύ ζήλευες,
 τον ήθελες να καταρρέει ....
και άρχισες να του δίνεις ηρεμιστικά, κατασταλτικά..
Τέρμα πιά, ούτε στον πληθυντικό θα σου μιλάω, ούτε τίποτα...
ΓΥΝΑΙΚΑ
Πως τολμάάάάάς;;;;;  ΣΚΑΣΕΕΕΕ!!!!!
ΟΡΕΣΤΗΣ
Οχι θεία... αυτός ήταν ο άντρας σου!,
ένας γκομενιάρης γυναικάς και εσύ μια εξαρτημένη απ αυτόν και λύσσαγες για κείνον και ...
έκανες  σαν μια πρεζού  σε στερητικό που πουλάει το κορμί της ,
την ψυχή της, όλα της, το είναι της ολόκληρο για τη δόση της...
Εξ άλλου εσύ το είπες..
 είμαι πια μεγάλος, πατέρας παιδιών που λατρεύω...
ναι ... ναι... θεία μου, εμένα ο Θεός, η φύση δεν ξέρω ποιός, η ζωή η ίδια με αντάμειψε... δεν μουδωσε σπίτια, αυτοκίνητα, πλούτη ....
μούδωσε δύο παιδιά, δύο κυπαρίσσια  και να σου πώ και κάτι...
δεν κλαίω για τις μνήμες τώρα που φεύγω...
κλαίω γιατι δεν θα μπορώ να τα αγγίζω κάθε μέρα... να τα βλέπω να μεγαλώνουν... να μοιράζομαι την καθημερινότητα τους...
ΓΥΝΑΙΚΑ
Δεν μπορείς να ξεφύγεις απο τις μνήμες ανόητε...

ΟΡΕΣΤΗΣ
Γελιέσαι πιά θεία, φεύγω,... εσύ πια θα μείνεις..
 ναι ίσως και αυτό νάναι καλό για σένα...
θα μείνεις λίγες αράδες σε μιά κόλλα χαρτί...
μετά απο μένα κανείς πιά δεν θα σε θυμάται...
εγώ σε συγχωρώ, συγχωρώ όλους σας να το ξέρεις...
δεν ξέρω εκεί που είσαι αν συνάντησες τον Θεό ή τον Διάβολο
και σε ποιά θέση σ έβαλε...
ας σε κρίνει Εκείνος...
στην δική μου ζωή, δεν θάσαι πρώτη θέση, δεν ήσουν ποτέ δεν σου ανήκει η θέση αυτή...
ΓΥΝΑΙΚΑ
Ωραία λοιπόν, νίκησες... και ποιά θα είναι η εκδίκηση σου;
ΟΡΕΣΤΗΣ
Η εκδίκηση μου;;;;;....
πόσο λοιπόν μικρόμυαλη και μικρόψυχη ήσουν πάντα θεία μου...
δεν υπάρχει στην ζωή μου εκδίκηση...
η εκδίκηση γυρίζει πάντα  στο κεφάλι του εκδικούμενου και τον κάνει πιό δυστυχισμένο...
εσύ θεία μου έχεις πλέον την αδιαφορία μου.. δεν με νοιάζεις...  σε ξεπέρασα ... υπάρχεις μόνο σαν ονομα σε ένα κλαδί του οικογενειακού δέντρου...
χωρίς παρακλάδια, χωρίς συνέχεια... ένα σκέτο ξερό κλαδί...







Τραγούδι 3ο  ΜΗ ΜΟΥ ΘΥΜΩΝΕΙΣ ΜΑΤΙΑ ΜΟΥ

Πράξη 2η
Σκηνή 1η
(Κανείς δεν είναι στη σκηνή, ακούγεται τραγούδι  λέιλιμ λέιμ του Ομάρ Λιβανελι, το τραγουδά η γυναίκα και συνοδεύει ο άνδρας με το ούτι στην άλλη άκρη της σκηνής.   Σιγά -  σιγά μπαίνει στη σκηνή ο Ορέστης και κάθεται εκεί στο ίδιο τραπέζι... μπροστά υπάρχουν δύο φλυτζάνια καφέ.. κάθεται στην μια καρέκλα ο Ορέστης και ενώ το τραγούδι παίζει, αρχίζει να πίνει τον καφέ.. γουλιά γουλιά.. και το τραγούδι παίζει.
Οταν το τραγούδι σταματά ανάβουν τα φώτα πιό δυνατά πάνω στο τραπέζι, ενώ ξαναεμφανίζεται η Χαρά  και κάθεται απέναντι του, αμίλητη, κοιτώντας τον και πιάνει στο χέρι της το άλλο φλυντζάνι...)
(Αρχίζει  η γυναίκα ή δύο – τρείς κοπέλλες να απαγγέλει στίχους με συνοδεία μουσικού οργάνου απο τον άντρα στα αριστερά της σκηνής)

Ουρλιάζουν της χίμαιρας τα σωθικά
φωνές σκορπίζονται στου Αίολου το πανηγύρι
αυτή τη νύκτα που κατάματα τις αλήθειες μου κοιτάζω
εκεί έξω ενωμένος με του ωκεανού θαρρείς τον αγριεμό
θεριό και εγώ  της θάλασσας,  σε χώμα στεριανό πατώ
χωρίς ανάσα,  σπαρταρώντας  καθώς εκείνη η θηλιά με πνίγει

Θολή η μάτια και εκείνη η μανιασμένη μέσα στη νύκτα
εκεί στη άκρη που τσάκιζε το κύμα τον βράχο
σαν ξωτικό με φύκια στα μακρυά της μαλλιά βουβή
μα ποια φωνή ακούγεται την νύκτα αυτή
που η ζωή  αλυκτά, του άγριου κέρβερου
τα δόντια μπήγοντας βαθιά στην σάρκα της γνώσης
και εγώ και εκείνη χωρίς πυξίδα εκεί στην ακροθαλασσιά
και η φωνή σε άγριο πολεμικό χορό καλεί
και ουρλιάζει και κείνη μανιασμένη μα βουβή
με τα φύκια στα μακριά μαλλιά
και το βλέμμα το θολό
απλώνει τα χέρια  ν αγγίξει θαρρείς
να πάρει εκείνο που της έκλεψαν
στον μακρυνό της κόσμο
γέννημα μέγαιρας  τέρας μυθικό
μποδίζει  την πορεία μου κλείνοντας τον δρόμο

Είναι απόψε η νύκτα που ουρλιάζει ο άνεμος
στου Αίολου το πανηγύρι
κρύψε γυναίκα τον ασκό
πάρτονε μαζί σου
εκεί στο μαύρο σπίτι σου
ερωμένη και κατάρα στου Αίολου σύ τη ζωή


σέρνοντας την νύκτα αυτή που ουρλιάζει ο άνεμος
και σφυροκοπά τα παράθυρα της ελπίδας
τσακίζοντας τα όνειρα
τον δρόμο για την γνώση...

ΧΑΡΑ
Ωστε λοιπόν, έφεραν επιτέλους αυτόν το καφέ;


ΟΡΕΣΤΗΣ
Ναί...
ΧΑΡΑ
Μα τι σας συμβαίνει Ορέστη; Είστε χλωμός;
ΟΡΕΣΤΗΣ
Οοορίστε;;;;;  Συγγνώμη, ήμουν αφηρημένος... αλήθεια τι συνέβη;
ΧΑΡΑ
Μοιάζεται να μην είστε εδώ... Σαν ήδη να ταξιδεύετε...
Αλήθεια πόση ώρα έλειψα?
είχα πάει για λίγο να φρεσκαριστώ..
 βλέπετε και το σώμα θέλει λίγο την ανανέωση σου.. λίγο νερό στο πρόσωπο και μια ανανέωση του μακιγιάζ, θαρρείς και σε κάνει άλλο άνθρωπο... ξέρετε εμείς οι γυναίκες, έχουμε και μια ματαιοδοξία...
 εν πάση περιπτώσει, σεβασμό στον εαυτό μας το λέω εγώ...

ΟΡΕΣΤΗΣ
Οχι, όχι καθόλου  ... καταλαβαίνω..
ματαιοδοξία είπατε;;;... σεβασμός;;;;...
σωστά, απόλυτα σωστά... αυτό είναι σεβασμός στον εαυτό μας...
πως τον εννοείτε ακριβώς Χαρά;
ΧΑΡΑ
Μα πρώτα απο όλα με αγάπη Ορέστη..
πρέπει να αγαπάμε τον εαυτό μας..
 ξέρετε από μικρή έλεγα ότι  η μάνα μου μια φορά με γέννησε, δεν με ξανακάνει...
οπότε αυτή την μοναδική φορά, πρέπει να ζήσω...
θέλω μια ζωή ήρεμη και ουσιαστική.
ΟΡΕΣΤΗΣ
Η μητέρα σας ειπατε;  Αλήθεια η μητέρα σας ζεί  πως είναι;
ΧΑΡΑ
Δυστυχώς την έχασα νωρίς... ήμουν τότε 18 χρονών κοπέλλα, όταν χάσαμε με την αδελφή μου την μεγαλύτερη την μητέρα μας.  Την λατρεύαμε... ήταν τόσο μοναδική... μας λάτρευε και κείνη
και τόσο ερωτευμένη...
αλλά και ο πατέρας μας το ίδιο...
την λάτρευε και εκείνος και δεν άντεξε μακρυά της... την ακολούθησε... έφυγε και εκείνος μετά απο δύο χρόνια...
είχε ένα μεγαλείο ψυχής, δεν ήθελε να μας δεί σαν υποκατάστατα της γυναίκας που δεν είχε πλέον...
η γυναικεία παρουσία γι αυτόν είχε τελειώσει και μαζί και ο κύκλος της ζωής του...
ας είναι...  πρέπει να καταλαβαίνουμε τις αδυναμίες των ανθρώπων..

ΟΡΕΣΤΗΣ
Και όταν οι αδυναμίες αυτές γίνονται θηλιές να μας πνίξουν ή να πνίξουμε τους άλλους;
ΧΑΡΑ
Τότε Ορέστη, βάζουμε όρια...
βάζουμε ορια στον εαυτό μας και του λέμε ότι... κοίτα! μέχρι εκεί αντέχεις μην δίνεις άλλο,
 δεν μπορείς να καλύψεις και τις αδυναμίες των άλλων...

ΟΡΕΣΤΗΣ
Και όταν οι άλλοι σφίγγουν την θηλειά παρόλα τα όρια που βάλαμε στον εαυτό μας;

ΧΑΡΑ
Τότε βάζουμε όρια στους άλλους ..
και ξέρεις αυτό είναι πιο σημαντικό τελικά...
 συνήθως οι άνθρωποι παθαίνουμε αυτά που εμείς επιτρέπουμε στους άλλους να μας κάνουν...
αν βάλουμε όρια   ποιός θα τολμήσει να τα παραβιάσει...
ΟΡΕΣΤΗΣ
Και ποιός θα φυλάει αυτά τα όρια, καλή μου;
ΧΑΡΑ
Μα φυσικά εμείς οι ίδιοι Ορέστη... ποιόν θα περιμένουμε ναρθει...
ναι... μη με ρωτήσεις πώς, το καταλαβαίνεις φαντάζομαι...
με το να αγαπούμε τον εαυτό μας, να τον σεβόμαστε..
 να μάθουμε να λέμε ΟΧΙ σε ότι τον πληγώνει
και να μη κάνουμε εκείνο που δεν θέλουμε να κάνουμε..
ΟΡΕΣΤΗΣ
Πως να γίνει αυτό; Πώς μπορείς και είσαι τόσο απόλυτη;

ΧΑΡΑ
Η πρώτη φορά είναι πάντα η δύσκολη πίστεψε με... μετά είναι πιό εύκολο...
μετά και οι άλλοι μαθαίνουν και αντιμετωπίζουν τις δυσκολίες τους...
Αλήθεια Ορέστη, σκεφθήκατε λοιπόν, σοβαρά ποτέ γιατί φεύγετε και κάνετε αυτό το ταξίδι;
Μήπως μόνη η οικονομική κρίση στην Ελλάδα, σας ανάγκασε να κάνετε το ταξίδι αυτό;
ΟΡΕΣΤΗΣ
Ξέρετε Χαρά, δεν είναι μόνο η κρίση, που φεύγω είναι και ο απεγκλωβισμός μου, εσείς λέτε έχετε εσωτερικές αναζητήσεις και πάτε προς αναζήτηση της ψυχής σας... εγώ πάω να την λευτερώσω.. μου την εγκλώβισαν, μου την πάτησαν...
ΧΑΡΑ
Οχι, όχι Ορέστη, κανείς δεν σου εγκλωβίζει την ψυχή αν εσύ δεν θέλεις...
 ζήσατε προφανώς την ηδονή του πόνου...
σας άρεσε οτιδήποτε σας εδινε μιζέρια και κάποια στιγμή επαναστατήσατε φαντάζομαι...
διαλέξατε την φυγή...
δεν σας κατηγορώ...
όμως ξέρετε οι αποστάσεις μας στερούν απο τα πρόσωπα όχι όμως και απο τις αναμνήσεις αυτές τις κουβαλάμε μαζί μας
θαρρείς και είναι οι μόνιμες αποσκευές μας...
ΟΡΕΣΤΗΣ
Ναι ... ναι ξέρω, είναι εκείνα τα 30 δολλάρια
ΧΑΡΑ
Είπατε κάτι για 30 δολλάρια;
ΟΡΕΣΤΗΣ
Οχι τίποτα... τίποτα... να έλεγα για το υπέρβαρο της βαλίτσας μου, τόσο μου στοίχισε...


ΧΑΡΑ
Μάλιστα...
μα είστε καλά;
έχετε χλωμιάσει..
ΟΡΕΣΤΗΣ
Οχι μια χαρά είμαι... δεν έχω τίποτα, ίσως το άγνωστο, ίσως το ταξίδι είναι πολύ μακρυνό... παρακαλώ, δεν έχω τίποτα...
Αλήθεια , δεν ακούστηκε τίποτα πάλι για την πτήση στην Νέα Υόρκη..
θα καθυστερήσει πολύ ακόμη άραγε;
XΑΡΑ
Μην αγχώνεστε Ορέστη...
άντα οι πτήσεις έρχονται και φεύγουν στην ώρα τους ή με καθυστέρηση,
σημασία δεν έχει αυτό,
 σημασία έχει ο προορισμός, ο στόχος ,
εκείνο που ελπίζουμε ή περιμένουμε να γίνει όταν φτάσουμε..
αλήθεια εσείς τι ακριβώς σκέπτεστε να κάνετε στην Νέα Υόρκη;
Θα μείνετε καιρό;



ΟΡΕΣΤΗΣ
Ναι  ή μάλλον ναι... δεν ειναι σίγουρο,
ξέρετε όλοι από μένα περιμένουν.. και τώρα ηρθε η κρίση και έχω δύο παιδιά... πρέπει να τα βοηθήσω,
στην Ελλάδα, πια δεν υπάρχουν δουλειές
ο κόσμος έχασε την δουλειά του, και έχει θέμα επιβίωσης...
ξέρω οτι εκεί στα νησιά και ειδικά τα τουριστικά ίσως δε το καταλάβατε τόσο έντονα αυτό το θέμα της κρίσης,
μα η Αθήνα υποφέρει ,
το ίδιο και οι άλλες μεγάλες ή μικρότερες πόλεις...
 πάντα σκεπτόμουν τελικά, μήπως η κρίση αυτή είναι αστική και μόνο...


ΧΑΡΑ
Εχετε δίκιο σ αυτο Ορέστη, για παράδειγμα εμείς εκεί στο νησί, λίγο με το μαγαζί το καλοκαίρι
 λίγο στο χωριό με τους κήπους ,
έχουμε και μερικά ζώα και έτσι δίνουμε πασσαπόρτο στο σούπερ μάρκετ...
στην πόλη όμως είναι διαφορετικά...
εμάς μας προσέχει η μητέρα γή.. εσάς στην πόλη... δεν ξέρω..
ΟΡΕΣΤΗΣ
Οχι!
εμείς την στραγγαλίσαμε αυτή τη μάνα μας και διαλέξαμε άλλες...
 διαλέξαμε μητριές,
Και ένα μικρό καθρέπτη που φαίνεται το μισό μας πρόσωπο και καθόλου η ψυχή μας...
 για να βλέπουμε την αδύναμη πλευρά μας...
να βλέπουμε όσα παθαίνουμε...
ΧΑΡΑ
Τίποτα δεν παθαίνουμε αγαπητέ μου
Και επομένως αφήστε τους μικρούς ή μεγάλους καθρέπτες... δεν τους χρειαζόμαστε, σηκώστε ψηλά το κεφάλι και κοιτάξτε τον ήλιο..
θα καείτε;... όχι !
δεν αντέχετε να τον βλέπετε με βλέμμα καρφωμένο... σας καίει...
 σας καίει η αλήθεια του,
ότι είναι εκεί και υπάρχει...
απο την άλλη σας  δίνει ζωή... οτιδήποτε μας δίνει, θέλει να μας πάρει κιόλας...
προσέξτε αυτό... μας δίνει ζωή..
αλλά αν τον κοιτάξουμε κατάματα μας παίρνει την όραση μας...

ΟΡΕΣΤΗΣ
Ευχαριστώ
ανέλπιστα με ταρακουνήσατε και σείς...
ΧΑΡΑ
Μα το ξέρω, το κατάλαβα ... άλλωστε το είδα... γι αυτό και εγώ αναζητώ την ψυχή μου...
φαίνεται ότι οι δύο γυναίκες αυτές σας τάραξαν πολύ..
σας έχουν δημιουργήσει πολλά προβλήματα στη ζωή σας,
 έχετε ισχυρά απωθημένα....
ΟΡΕΣΤΗΣ
(ξαφνιασμένος)
Ποιές γυναίκες;;;;, τι θέλετε να πείτε;;;;
ΧΑΡΑ
Μα για τη μητέρα σας και τη θεία σας εννοώ φυσικά!
Η μητέρα σας είναι ζωντανή και είναι μια χαρά για την ηλικία της
ενώ η θεία σας χρόνια νεκρή...
είδα και άκουσα τον διάλογο που είχατε μαζί τους...
ΟΡΕΣΤΗΣ
Μα αφού λείπατε... δεν ήσασταν εδώ ... πώς, πώς;

ΧΑΡΑ
Εδώ ήμουν, απλά καθώς μιλούσαμε φαίνεται ότι ήσασταν πολύ κουρασμένος και σας πήρε ο ύπνος εκεί στην καρέκλα...
τό όνειρο σας ταραγμένο θάταν πολύ..
γιατί μιλούσατε με αυτές τις γυναίκες... και με κάποια λογομαχήσατε μάλιστα....
πάντως αν σας άκουγε κανείς άλλος εκτός απο μένα θα νόμιζε ότι είστε μισογύνης...
επειδή όμως εγώ έχω ψάξει τα πράγματα αρκετά... ξέρετε σας καταλαβαίνω... καμιά φορά εμείς οι γυναίκες γινόμαστε αυταρχικές...


ΟΡΕΣΤΗΣ
Ναι ...Χαρά δεν είναι τυχαίο που και οι λέξεις εξουσία , δύναμη, δόξα, ακμή  όλες τους είναι γένους θηλυκού...
όμως πραγματικά δεν είμαι μισογύνης,
λατρεύω την γυναίκα, τη θέση της, το ρόλο της, σαν μητέρα, σαν ζωοδότρα δύναμη, σαν συζύγου..
Ομως αυτές οι δύο γυναίκες χάραξαν την ζωή μου και τη μνήμη μου,
τις κουβαλώ μαζί μου,
να σε τούτη δώ τη βαλίτσα, Χαρά...
ΧΑΡΑ
Ακουσα τις ιστορίες άθελα μου.. πέρασαν τα λόγια σας... όσα είπατε και ακούστηκαν,
η αλήθεια είναι ότι παραμιλούσατε αρκετά,
αλλά και εκείνα που δεν είπατε και είπαν εκείνες...
πέρασαν και αυτά μέσα από την δύναμη της  σκέψης σε μένα...
Αφήστε λοιπόν, Ορέστη το παρελθόν!!
(σηκώνεται πλέον όρθια και απλώνει το δεξί της χέρι προς το κοινό)
και ατενίστε τον κόσμο, ένα καινούργιο μέλλον με αισιοδοξία, με παλμό, με ζωή...

ΟΡΕΣΤΗΣ
Φοβάμαι... φοβάμαι υπάρχει πάντα εκείνο το φοβισμένο παιδί μέσα μου,
εκεί δά εκεί κάτω απο το τραπέζι κουλουριασμένο...
εμένα την δική μου ψυχή μου την ευνούχησαν..
ΧΑΡΑ
Σας παρακαλώ,
πάψτε να ζείτε με τα φαντάσματα του παρελθόντος, τώρα έχετε το δικο σας ταξίδι...
πλέον η ζωή ανοίγεται μπροστά σας, πάρτε την πάλι στα χέρια σας.
Μήπως στην ουσία αυτό δεν κάνατε πάντα;
ΟΡΕΣΤΗΣ
Εχετε απόλυτο δίκιο...
ΧΑΡΑ
Ισως τελικά να μην ήταν τόσο τυχαίο το ότι συναντηθήκαμε σήμερα...
βλέπετε λοιπόν που σας έλεγα το κάρμα,
δεν ξέρω πως αλλιώς να το πεί κανείς, η μοίρα, η τύχη ...
η σύμπτωση τόφερε...
ΟΡΕΣΤΗΣ
Η σύμπτωση ναί ,
γιατί τελικά και για το ότι ζούμε ή γίναμε έμβρυα ή γεννηθήκαμε οφείλεται στην σύμπτωση...
είμαστε το αποτέλεσμα μιας σύμπτωσης...
ΧΑΡΑ
Ω καλέ μου Ορέστη, είστε τόσο μορφωμένος άνθρωπος..
θεωρώ πώς όλα ανοίγονται μπροστά σας...
αλήθεια τώρα φαντάζομαι ότι θάχουν μια πανέμορφη άνοιξη και εκεί στην Αμερική...
ΟΡΕΣΤΗΣ
Ναι... ναι όσο γι αυτό ναί... λατρεύω την άνοιξη,
γιατί ξέρω πως θα φέρει και το καλοκαίρι...
Πάντα μ άρεσε το καλοκαίρι, πάντα ζούσα μέσα απο το καλοκαίρι,
 με φόβιζε ο χειμώνας, με φόβιζε η θαλπωρή του, γιατί ήξερα ότι ήταν πάντα ψεύτικη,
ξω περίμενε το κρύο, η παγωνιά, το χιόνι, η βροχή...
ΧΑΡΑ
(αλλάζοντας υφος σηκώνεται όρθια γίνεται δεικτική)
Αυτό είναι λοιπόν Ορέστη, αυτό είναι ,
είστε ένας δειλός, φοβάστε , φοβάστε την ζωή την ευθύνη
δεν αγαπήσατε ποτέ τη μάνα σας και τη θεία σας...
συμφωνώ ώς ένα βαθμό μαζί σας , γιατί αυτές οι δύο γυναίκες χάραξαν τη ζωή σας...
δεν ξέρω, δεν έχω καθαρή γνώμη για την μητέρα σας
αλλά η θεία σας ...
ήταν σκύλα...
η γυναίκα σας όμως; Ήταν και αυτή;
Οχι βέβαια,
απλά εσείς δεν ήσασταν ποτέ έτοιμος να αντιμετωπίσετε το καλό και να το αποδεχτείτε...



ΟΡΕΣΤΗΣ
Το καλό;  Ποιό είναι το καλό;
Πως τολμάτε Χαρά να μου ορίσετε ποιό ήταν στη ζωή μου το καλό;
Εκτός απο τα παιδιά μου, δεν υπήρχε άλλο καλό... νάστε σίγουρη γι αυτό...
ΧΑΡΑ
Οχι λοιπόν!!!  έως εδώ!...
είχατε μια εξαίρετη σύζυγο και εκείνη απο νησί,
που κάποτε η θεία σας την είπε χωριάτισσα και εσείς δεν απαντήσατε στην ειρωνεία...
όμως δεν ήσασταν μικρός, έπρεπε να υπερασπιστείτε την αγάπη σας έντονα, μαχητικά... όμως δεν μιλήσατε...
 γελάσατε, το κάνατε αστείο,
αυτή ήταν η διαφυγή σας,
είχατε αυτή την ικανότητα...
το καλό λοιπόν, ήταν ότι είχατε αυτη τη γυναίκα δίπλα σας για σύντροφο σας και εσείς δεν το εκτιμήσατε ποτέ...
Σταματήστε λοιπόν Ορέστη τις έννοιες και ζήστε ... ζήστε!
ΟΡΕΣΤΗΣ
Μα ποιά είστε τέλος πάντων; 
Πως τα ξέρετε όλα αυτά για την ζωή μου, είναι δυνατόν να αποκοιμήθηκα τόση ώρα ώστε παραμιλώντας να είπα όλα αυτά;
Δεν είναι δυνατόν...
όχι ... κάτι άλλο συμβαίνει... κάποια άλλη  είσαι..


ΧΑΡΑ
Δεν σας αντέχω άλλο, πάω να πιώ λίγο νερό, να βγώ έξω, να πάρω λίγο καθαρό αέρα...
(Σηκώνεται η Χαρά και απομακρύνεται αριστερά στο βάθος και εν συνεχεία στα παρασκήνια. Τα φώτα χαμηλώνουν, ο Ορέστης φεύγει και αυτός,)





Σκηνή 2η
4ο Τραγούδι το ΠΑΡΑΠΟΝΟ



ΟΡΕΣΤΗΣ
Μπήκε η άνοιξη...
ναι μπήκε η άνοιξη για τα καλά στην πατρίδα...
πριν λίγες ώρες ήταν που όπως πήγαινε το ταξί προς το αεροδρόμιο, κοίταζα τα κτήματα στην Αττική , με τις ελιές και τα αμπέλια... πανέμορφα και ένα χαλί κιτρινοκόκκινο απο τις μαργαρίτες και τις παπαρούνες και λογής λογής μυρωδιές να σου τρυπάνε την μύτη, να σε μεθούν... οργιάζει η Ελληνική φύση...
ο Θεός φύλαξε για μάς την πιό όμορφη πατρίδα, όμως έκανε ένα λάθος...
την έκανε τόσο όμορφη που εμείς χάσαμε το μυαλό μας, δεν μπορούμε να αντέξουμε την ομορφιά και σκορπιζόμαστε στις 4 άκρες της γής...
Θυμάμαι όταν έφευγε η θεία μου η αδελφή της μάνας μου,
πήγε λέει στην Αστράλια,
μικρό παιδί ήμουν, εκεί στον Πειραιά, με το Πατρίς, έτσι θαρρώ το λέγανε το καράβι...
 κλαίγαν οι μεγάλοι έκλαιγα και εγώ μικρό παιδί στην αγκαλιά τους....
 δεν ήξερα γιατί έκλαιγα... εκείνοι όμως ήξεραν...
 για το μισεμό...
(Εμφανίζεται απο πίσω του και πλάϊ η Χαρά και του μιλάει)
ΧΑΡΑ
Συνήλθατε λοιπόν Ορέστη, άλλαξε καθόλου η διάθεση σας;
ΟΡΕΣΤΗΣ
Ναι.. Χαρά και σ ευχαριστώ...
 ξέρεις κάποιες φορές πρέπει να μας τα λένε οι άλλοι και εμείς να τ ακούμε για να μπορέσουμε να συνερχόμαστε...
Ομως είναι μεγάλη η απορία μου, καλή μου, ποιά είσαι;
Πως ξέρεις τόσα μυστικά για μένα;
Αφού δεν είναι δυνατόν, δεν είδες τις γυναίκες αυτές...

ΧΑΡΑ
Χα... επιμένεις λοιπόν!
Εισαι έτοιμος να αντιμετωπίσεις τον εαυτό σου;
Τη μοίρα σου;  Τι ρωτάω;
Εδώ που έφτασες θαρρώ δεν έχεις και άλλη επιλογή;

ΟΡΕΣΤΗΣ
Είμαι... λέγε λοιπόν...
ΧΑΡΑ
Θυμάσαι πριν 50 χρόνια ένα κρύο πρωϊνό του χειμώνα,
 σε ένα μαιευτήριο στην Αθήνα,
στο «Αλεξάνδρα»;
ΟΡΕΣΤΗΣ
Τι εννοείς αν θυμάμαι, δεν θυμάμαι , δεν μπορώ να θυμάμαι...
αλλά νομίζω ότι ξέρω γιατι πράμα μιλάς...
μιλάς για την γέννηση μου...
ΧΑΡΑ
Τελικά οι άντρες δεν είστε και τόσο ............... όσο φαίνεστε...
ΟΡΕΣΤΗΣ
Για συνεχίστε, παρακαλώ...
ΧΑΡΑ
Οπως έλεγα , πρίν πενήντα χρόνια γεννήθηκε ένα παιδί, ένα αγόρι
και μένα με κάλεσε το ίδιο να το συντροφεύσω στην ζωή του...
 σε όλη του την ζωή,
 όπως όλα τα μωρά που γεννιούνται κάθε μέρα στην γή αυτή...
εσύ λοιπόν,
 με κάλεσεες και εγώ πάντα υπήρχα μαζί σου, μέσα σου,
σε κάθε στιγμή της μέχρι τώρα ζωής σου..
ΟΡΕΣΤΗΣ
Οχι , λές ψέμματα... όχι δεν σε έχω ξαναδεί ποτέ

ΧΑΡΑ
Μα πως να με δείς , αφού δεν υπάρχω στον κόσμο τον ορατό...
νομίζεις ότι με βλέπει κανείς;
Ακόμη και εδώ που είμαστε... κανείς... και μη ρωτήσεις κανένα γιατι θα γίνεις ρεζίλι...
θα γελάει ο καθένας μαζί σου...
χαχαχαχα

ΟΡΕΣΤΗΣ
Θα γελάνε μαζί μου; Μα ποιά είστε επιτέλους;;;;;

ΧΑΡΑ
(ειρωνεία, οργή και θυμός συνοδεύουν τα λόγια της)
Είμαι αυτή που κουβαλάς μαζί σου
είμαι η μνήμη, είμαι αυτή που πλήρωσες 30 αμερικάνικα δολλάρια,
για να με πάρεις μαζί σου...
μα εσύ όμως με χρησιμοποιείς επιλεκτικά, όποτε θέλεις και με βασανίζεις...
γιατι αποθηκεύεις μέσα μου, ότι σε βασάνισε
και διαρκώς αυτά χρησιμοποιείς
τα βάζεις , τα βγάζεις απο το κορμί μου και με πονάς..
ΟΡΕΣΤΗΣ
Η Μνήμη, δεν έχει ψυχή....  είναι κομμάτι της δικής μας ύπαρξης
είναι κομμάτι της δικής μας ψυχής
δεν μπορεί να ζήσει μόνη της πέρα και έξω απο μάς
 και εσύ θέλεις να βρείς την ψυχή σου έτσι μου είπες....
πάψε... σταμάτα ,
ΧΑΡΑ
Οχι , δεν θα σταματήσω τώρα πρέπει να στα πώ,
ιατι δεν παίρνεις τα καλά στοιχεία που έχεις αποθηκεύσει στο σώμα μου,
αλλά εκείνα τα δηλητηριασμένα...
τι θέλεις αγόρι μου, φτάνει πιά...
είσαι δώ δυό ώρες τώρα και με ξαναφορτώνεις με τις γριές
 με ότι σε δηλητηρίασε
Δεν έχει χαρές η ζωή σου;
 (αλλάζει υφος γίνεται γλυκειά και στοργική)
Θυμάσαι όταν γεννήθηκε το πρώτο σου παιδί... ένα όμορφο αγοράκι... είχες τρελλαθεί απο την χαρά σου...
υπέφερες με το κλάμα του, γέλαγες με την χαρά του και ύστερα μεγάλωνε και γινόταν όμορφο παιδί και έγινε ένα όμορφο παλληκάρι...
όμως εκείνο το παλληκάρι πρέπει να σκέπτεσαι και να παίρνεις δύναμη και ζωή ...
και όχι μόνο εκείνο αλλά και το μικρούλι σου το αγοράκι..
γεννήθηκε κάποια χρόνια μετά...
ήσουν μέσα στο χειρουργείο και το είδες όταν πρωτάνοιξε τα μάτια του στον κόσμο...
και έγινε παιδί και παλληκάρι και εκείνο....
και τα λατρεύεις και τα δύο....
και όμως τόσες ώρες , χτυπιέσαι με τις γριές ....
(ξαναγίνεται μέγαιρα άγρια θυμωμένη)
μεγάλωσες πιά... φύγε απο την παιδική σου ηλικία...
άστην πίσω.... δεν είσαι το μικρό παιδί...... προχώρα!!!...
πάρε την ανάμνηση των παιδιών σου και προχώρα...
ΟΡΕΣΤΗΣ
Μα... εγώ δεν.... δεν είπα τίποτα για τις γριές, αυτές ήρθαν... ή τις κάλεσα εγώ...
έχεις δίκιο ..... δεν έπρεπε να τις αφήσω να μου μιλήσουν καθόλου...
έπρεπε να .... σωστά έχω τα παλληκάρια μου...
γι αυτά πάω , γι αυτά φεύγω...
ΧΑΡΑ
ΔΕΝ πάς μόνο γι αυτά!!!!
πάς για σένα πρώτα, έχεις και εσύ ζωή..
ορίστε, είδες πόσο σκληρός, πόσο κακός γίνεσαι μαζί μου...
με προδίδεις,
με χρησιμοποιείς πάντα για το λάθος... πάς πρώτα για σένα,
ώρα να ωριμάσεις πιά ,
όταν  όμως εσύ είσαι δέσμιος της αρρώστιας...
πως θα μπορέσεις να πείσεις τους άλλους για να σ ακολουθήσουν;;; ...
τι εικονα θα δώσεις εσύ;;;;;...

ΟΡΕΣΤΗΣ
Σταμάτα να με βασανίζεις τώρα εσύ... έχω τις καλύτερες προθέσεις και το ξέρεις...
εσύ με σπρώχνεις στα πισωγυρίσματα...
 εσύ μου είσαι εκείνη που με ταλαιπωρεί...
στείλε μου, δώσε μου τις ευτυχισμένες μου στιγμές,
αυτές νάχω κοντά μου, αυτές μόνο...
ή πραγματικά το ξέρεις ότι δεν ειχα ευτυχισμένες στιγμές
και το σακούλι σου είναι άδειο...

ΧΑΡΑ
Είχες Ορέστη και στις είπα προηγουμένως, οι επιλογές είναι πάντα δικές σου...
 εγώ είμαι εδώ, για να σου προσφέρω ότι θέλεις...
αλλά είσαι μαζοχιστής αγόρι μου...
ήθελες πάντα εσύ την τελειότητα...
να λειτουργούν όλα τέλεια κάτω απο την ομπρέλλα τη δική σου...
έπρεπε να αφήσεις τα πράματα να παίρνουν τον δρόμο τους καμιά φορά...
φοβόσουν μην αποκαλύψεις τις αδυναμίες σου... γιατί όμως;
Υπήρχαν και αυτές, ανθρώπινες ήταν και αν τις άφηνες να βγούν τότε ίσως κάποιος θα μπορούσε να σε βοηθήσει....
και τώρα νά... φεύγεις... ε λοιπόν, πήγαινε όπου θές...
μόνο πάλεψε το, μη προδώσεις την απόφαση σου αυτή...
ΟΡΕΣΤΗΣ
Δεν θα την προδώσω, νάσαι σίγουρη...
εσύ δεν θα μ ακολουθήσεις, θα μείνεις πίσω , θα πάς αλλού , μαζί μου δεν πρόκειται ναρθεις...

ΧΑΡΑ
(Θυμωμένη, άγρια, πεισματάρα με κακία πολλή , πέρα απο κάθε όριο ουρλιάζοντας)
Οχι, θάρθω και το ξέρεις δεν μπορείς να μ αφήσεις!!,
δεν μπορείς και να το θέλεις, εγώ με σένα  θα σβήσω, μαζί με την ζωή σου
και μετά θα είμαι μαζί με τους απογόνους σου,
να σε θυμούνται όπως τόσα και τόσα θυμάσαι εσύ...
μόνο φρόντισε εκεί στο κομμάτι που θάσαι εσύ στη μνήμη τους
να έχουν τα καλύτερα απο σένα και να κλαίνε απο έλλειψη για σένα
και όχι  απο δεινά που θα τους έχεις δώσει
να μη γίνεις σαν τις γριές αυτές...


ΟΡΕΣΤΗΣ
(εχοντας θυμώσει πολύ, νιώθει ασφυκτικά πιεσμένος, δεν αντέχει άλλο την παρουσία της Χαράς, κοιτάζει γύρω γύρω σαν τρελλός)
Εσύ τις έφερες τις γριές , εσύ και δεν θα στο συγχωρήσω ποτέ...
 να κοίτα κρατώ εδώ στο χέρι μου τις χαρούμενες στιγμές και δεν θάρθεις μαζί μου...
ΧΑΡΑ
Οσο και να θέλεις και να παρακαλάς θα είμαι και θα έρθω μαζί σου, δεν μπορείς να κάνεις διαφορετικά...

ΟΡΕΣΤΗΣ
Τ άκουσες;  Φευγω, το αεροπλάνο φεύγει...
 μη τολμήσεις να μ ακολουθήσεις, κράτα τις γριές σου,
ράτα τις κακές σου στιγμές πήρα τα καλά και φεύγω...

ΧΑΡΑ
(Γελάει δυνατά , σχεδόν υστερικά....)
Χαχαχαχαχαχαχα.. πάμε.... φύγαμεεεε
(και σηκώνεται προς το μέρος του Ορέστη τον αρπάζει απο τ αριστερό του χέρι και τον σέρνει στην έξοδο προς την πύλη του αεροπλάνου ενώ στο δεξί του χέρι κρατάει το μπουφάν του.  Εμφανίζεται ξαφνικά η γυναίκα μάνα φωνάζοντας)
ΓΥΝΑΙΚΑ – ΜΑΝΑ
Ορέστηηηη!! Παιδί μου!!
ΟΡΕΣΤΗΣ
(κανοντας ένα βήμα πισωγυρίσματος ενώ η Χαρά τον τραβά με δύναμη.. η μάνα του αρπάζει το μπουφάν)
Μάνααααα!!!!!!!!!!!!!

ΓΥΝΑΙΚΑ – ΜΑΝΑ
Εφυγες παιδί μου
Εφυγες
Δε πρόλαβα η δύστυχη να σ αγκαλιάσω
Ετσι τόχει η μοίρα μου
Δεν είδα την μάνα μου να φεύγει απ τη ζωή
Δεν την αγκάλιασα δε τη φίλησα
Έτσι και σύ δεν θ αγκαλιάσεις εμένα
Το δάκρυ σου δε θα στάξει στο νεκρικό μου κρεβάτι
Μόνη όπως ήρθα θα φύγω
Στο καλό παιδί μου
Στο καλό
Την ευχή μου νάχεις
Αγάπη μου γλυκειά!!

Τραγούδι  «Εκλαψα χτές σα μέτρησα»



Δείτε και το βίντεο της παράστασης, η λήψη είναι ερασιτεχνική και σκοπό είχε να την δώ και εγώ που δεν μπόρεσα να παρευρεθώ εκεί. Ευχαριστώ τον καλό μου φίλο, Δημήτρη Φιλιπποπολίτη για την λήψη του βίντεο αυτού.




ΤΕΛΟΣ





0 σχόλια:

 
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...