Wednesday, May 13, 2015

"Τα παπούτσια της μάνας" της Γιώτας Κριλή



Γράφει η Κα
Γιώτα Κριλή
Συγγραφέας _ Παιδαγωγός
Σύδνευ Αυστραλίας



Τα παπούτσια της μάνας



Στην κόρη
μου Σοφία

Προλογίζει ο Γιώργος Αθανασιάδης
Τη μικρή αυτή ιστορία που θα διαβάσεις Αναγνώστη, με πολλή αγάπη μου την έστειλε η Γιώτα Κριλή, η εξαίρετη συμπάροικος συγγραφέας των ιστορικών μυθιστορημάτων Καταβολές και Κυπαρισσόμηλο. Με λίγα λόγια, μέσα απο την δική της εμπειρία, πόνο, συναίσθημα, εκφράζει ότι αισθανόμαστε, ότι λείπει και ότι νοσταλγούμε όλοι μας που ζούμε στην ξενιτειά. Τα τιμήματα της ξενιτειάς είναι πολλά. Ο χαμός της μάνας είναι ένας και μοναδικός όπως μία και μοναδική είναι και εκείνη. Ο πόνος του χαμού μεγάλος και μεγάλος ο πόνος της απουσίας μας απο το νεκρικό κρεβάτι και το τελευταίο κατευόδιο του μεγάλου και χωρίς γυρισμό ταξιδιού. Θύμησες , μνήμες όνειρα... όλα εκείνα που μένουν... για να πονάμε... όλα εκείνα που μένουν για να χαμογελάμε... και να συνεχίζουμε να ζούμε...
Η Γιώτα Κριλή, καταθέτει τη ψυχή της  και εκφράζεται μέσα απο το λόγο... μάθημα ζωής  και σεβασμού για όλους εμάς ...



Μια γυναίκα ξεκινούσε με το χάραμα από το άλλο χωριό για το δικό μας ακόμη κι αν είχε κακοκαιρία. Πριν μπει στο χωριό μας, άφηνε το δρόμο και ανέβαινε αθέατη τη βραχώδη πλαγιά. Γλιστρούσε ανάμεσα στα πουρνάρια του βουνού και σταματούσε κάτω από μια βελανιδιά. Εκεί ξανάσαινε κι αγνάντευε το σπίτι όπου ζούσε η οικογένειά της. Περίμενε να βγουν τα παιδιά της από την πόρτα για να πάνε στο σχολείο. Να τα, ξεπρόβαλαν κατά σειρά της ηλικίας, το μικρότερο ξοπίσω. Τα κοίταζε τρυφερά, περήφανα και θλιμμένα. Δεν τολμούσε να παρουσιαστεί γιατί θα την πετροβολούσαν. Την είχαν διώξει, ο άνδρας της, η πεθερά της και η κουνιάδα της, της είχαν πάρει τα παιδιά και την είχαν κάνει παρία. Βλέποντάς τα, να πηγαίνουν σχολείο ήταν μια παρηγοριά. Ήξερε τουλάχιστον ότι ήταν καλά. Έπειτα ο άνδρας της μετακόμισε στα βόρεια μέρη της χώρας και πήρε τα παιδιά μαζί του. Η συμφιλίωση μάνας και παιδιών ήρθε μετά από πολλά χρόνια, όταν η πρεσβύτερη κόρη της έγινε κι εκείνη μητέρα. Μόλις γέννησε ένα κοριτσάκι, κάλεσε κοντά τη μάνα της.

Πριν αποχτήσω το πρώτο και μοναδικό μου παιδί, ένα κοριτσάκι, είχα αποφασίσει να σταματήσω τη δουλειά και τις μελέτες. Ήθελα να είμαι μαζί της στον πρώτο χρόνο της ζωής της. Αφού συνήρθα έπειτα από τις 34 ώρες τοκετού - κατέβαινε ανάποδα - και από τις αϋπνίες των πρώτων εβδομάδων, άρχισα να σκέφτομαι τους γονείς μου. Ήθελα να τους επισκεφτώ. Μια μέρα το αποφάσισα. Τους έστειλα ένα τηλεγράφημα με την ημερομηνία άφιξης που θα γινόταν σε μια εβδομάδα. Η μάνα μου θυμόταν πως όταν πήρε το τηλεγράφημα συγκλονίστηκε και παραλίγο να λιποθυμήσει με τ’ απροσδόκητα νέα. 

Είχαν περάσει δώδεκα χρόνια από τότε που έφυγα και επέστρεφα για πρώτη φορά. Εκ των υστέρων, φαίνεται ότι ήμουν προορισμένη ν’ αψηφώ τις προσδοκίες των άλλων. Σε ηλικία που θα έπρεπε να παντρευτώ, απέρριψα τους μνηστήρες και παρακολουθούσα μαθήματα σε νυχτερινό κολλέγιο. Αυτή η παράδοξη κατάσταση δημιούργησε συγκρούσεις μεταξύ εμένα και του πρεσβύτερου αδερφού μου. Δεν είχα φανταστεί ότι η απώλεια της πνευματικής μου παρθενιάς θα μπορούσε να είναι τόσο ανεπιθύμητη! 

Τώρα θα έκανα το μακρινό ταξίδι από τους Αντίποδες με το μωρό. Έκανα βιαστικές προετοιμασίες. Ήταν ήδη Σεπτέμβρης και ο ευρωπαϊκός χειμώνας δε θα αργούσε να προβάλει. Έτσι ένα πρωινό έφτασα στο αεροδρόμιο της Αθήνας με το εξάμηνο φορητό μωρό μου.

Μια μικρή ομάδα ανθρώπων με περίμεναν. Ο πατέρας, δύο θείοι και η εβδομήντα-τετράχρονη μάνα μου. Δεν την περίμενα. Σπανίως επισκεπτόταν την πρωτεύουσα. Φορούσε τα καλά της. Τα μαλλιά της χωρισμένα στη μέση όπως συνήθως με την πλεξούδα στεφάνι μισοσκεπασμένη μ’ ένα καφέ μαντίλι. Πρόσεξα τα γυαλιά της. Μου εξήγησε πως τώρα τελευταία υπέφερε από καταρράχτες. Ήταν εκστατική με το μωρό και επέμενε να το κρατάει. Καθώς προχωρούσαμε στην άσφαλτο για να πάρουμε ταξί, παρατήρησα που κούτσαινε. Συνάμα αντιλήφθηκα το θόρυβο που έκαναν τα παπούτσια της. Ντάγκα-ντούγκα, ντάγκα-ντούγκα. Ήταν τα καλά της. Τα φορούσε όταν πήγαινε στην εκκλησία και σε άλλες ειδικές περιπτώσεις και ίσως όχι αρκετά συχνά ώστε να τα συνηθίσει. Ήταν γερά παπούτσια και θ’ άντεχαν το χρόνο. Θυμήθηκα τον πατέρα να καρφώνει παραπανίσια καρφιά στις σόλες των καινούριων παπουτσιών μας για να αυξαίνει την αντοχή τους. Στο ξενοδοχείο η μάνα έβγαλε τα παπούτσια προσπαθώντας να κρύψει την ταλαιπωρία της. Προσφέρθηκα να της αγοράσω ένα καινούριο ζευγάρι. Αρχικά δεν ήθελε ούτε να ακούσει για κάτι τέτοιο. Δεν θα έπρεπε να ξοδεύομαι εγώ για εκείνη. Τελικά πήγαμε σ’ ένα μαγαζί και αγοράσαμε τα παπούτσια. Ήταν φτιαγμένα από απαλό δέρμα, βαθειά μπλε με πλεχτό σχέδιο. Ήταν αναπαυτικά και ανακούφισαν τα μωλωπισμένα της πόδια. 

- Χίλια καλά να σου δίνει ο Θεός παιδάκι μου! Με τούτα τα παπούτσια θα περάσω την υπόλοιπη ζωή μου και θα τα πάρω και στον κάτω κόσμο.

- Μάνα, εγώ θα σου πάρω κι άλλα παπούτσια. Έπειτα έχεις πολύ ζωή μπροστά σου.

Το ξενοδοχείο ήταν κοντά στην Ομόνοια. Μείναμε εκεί να ξαποστάσουμε. Θα κάναμε τις
τέσσερις ώρες ταξίδι για το χωριό την άλλη μέρα. Ζήτησε να κοιμηθεί στο ίδιο δωμάτιο για να προσέχει το μωρό. Υπήρχε μια συνεχής κυκλοφορία έξω όλη τη νύχτα που έκανε τον ύπνο αδύνατο. Ένιωθα εξαντλημένη. Το κεφάλι μου βούιζε σα να βρισκόμουν ακόμη στο αεροπλάνο. Εκείνη ήταν ήσυχη.

- Κοιμάσαι μάνα; 

- Όχι! Ψιθύρισε, για να μην ξυπνήσει το μωρό.

Την άλλη μέρα, καθώς πορευόμαστε με το λεωφορείο, είπε:

- Παιδάκι μου, αν δεν επέστρεφες, δε θα ερχόμουνα στη πρωτεύουσα και θα μου ’μενε πίσω σε τούτη τη ζωή. (Είχε τη συνήθεια να βλέπει τα πράγματα στο πλαίσιο της παρούσας ζωής και της μεταθανάτιας.)

- Σ’ άρεσε η πρωτεύουσα;

- Τι να μ’ αρέσει; Πήρα μια εικόνα και μου φαίνεται πως κάπως έτσι θα είναι και η κόλαση. Πώς μπορούν και κοιμούνται οι άνθρωποι μ’ αυτό το ασίγαστο μπουμπουνητό ούλη τη νύχτα; Στο χωριό, μας νανουρίζουν τ’ αηδόνια.

Έμεινα πάνω από δυο μήνες με τους γονείς μου. Το μεγαλύτερο και απροσδόκητο γεγονός ήταν τα βαφτίσια της κόρης μου. Όταν αντιλήφτηκαν ότι ήταν αβάφτιστη, ανάλαβαν να οργανώσουν τα πάντα χωρίς καν να με συμβουλεύονται. Η μάνα μου ακτινοβολούσε από χαρά. Ήταν περήφανη οικοδέσποινα και περπατούσε ανάλαφρα με τα καινούρια της παπούτσια.

Ήμουν το τελευταίο παιδί της μάνας και το τέταρτο κορίτσι. Εκείνη ήταν τότε σαράντα χρονών. Πριν δυο χρόνια είχε αποχτήσει το τρίτο της σερνικό που της πέθανε. Νοσταλγούσε να το ξαναφέρει στη ζωή. Σύμφωνα με την αδερφή μου, που ήταν εννέα χρονών, γεννήθηκα στο παραγώνι με τη βοήθεια των δυο γιαγιάδων. Να, εκεί ήμουν ολόγυμνη και μελάνιαζα όλο και πιο πολύ από στιγμή σε στιγμή. Η μια γιαγιά είπε: «Καλή ’ναι και τα ’χει ούλα κοντυλένια. Κρίμα, που ’ναι κορίτσι». Και η άλλη συμβούλεψε: «Να το μαζέψουμε. Μην πεθάνει αβάφτιστο και κολάσουμε την ψυχή μας».

Ήταν Σάββατο και ο πατέρας έλειπε στο παζάρι. Τα νέα για το νεογέννητο κοριτσάκι τον αποκάρδιωσαν. Αρνήθηκε να με δει. Θα είχε περάσει χρόνος και μια μέρα, καθώς καθόταν στην άκρη του κρεβατιού και διάβαζε την εφημερίδα, με πήρε άθελα το μάτι του. Και εγώ εντελώς ανίδεη, για τη δυστυχία που τους είχα φέρει σαν τέταρτο κορίτσι, του χαμογέλασα τόσο γλυκά και τον κατάκτησα. Αργότερα, καθώς μεγάλωνα ζωηρή και τολμηρή, μου έδωσε το παρανόμι «Φτερωτή». Τον θυμάμαι να μου φέρνει ζαχαράτα από το παζάρι τα Σάββατα. Ήταν μικρά, πολύχρωμα και στρογγυλά μέσα σε χαρτοσακούλα. Συνήθιζε να τ’ αδειάζει στο πάτωμα καθώς μου ανακάτωνε τα μαλλιά. Έτρεχα να τα μαζεύω και κείνος με καμάρωνε χαμογελώντας.

Η πρώτη μου θύμηση στη ζωή είναι στην αγκαλιά της μάνας. Θυμάμαι ειδικά το δρομάκι που περπατούσε καθώς με κουβαλούσε πηγαίνοντας στο αλώνι. Είχε κουβέντα με τον εαυτό της. Άραγε, να της ήταν πολύ βαρύ το φορτίο μου εφόσον δεν ήμουν το σερνικό που είχε τόσο ποθήσει; Παρ’ όλα ταύτα, με κουβαλούσε. Γεννήθηκα το Μάρτη. Ήμουν δεκαέξι μηνών ή είκοσι οχτώ ή πάνω από τρία; Πότε αρχίζει η πρώτη θύμηση; Σίγουρα, δε θα με κουβαλούσε αν είχα περάσει τα τρία. Δεν έκαναν χατίρια στα παιδιά και εγώ ήμουν κορίτσι.

Όταν ήμουν πολύ μικρή έτρεχα ξοπίσω της. Νωρίς την άνοιξη κουβαλούσε ένα καλαθάκι γεμάτο σπόρους δεμένους γροθίτσες σε απαλά μπαλώματα. Δούλευε το χώμα του κήπου, έφτιαχνε βραγιές και εγώ μετέφερα από το καλάθι τους σπόρους που χρειαζόταν. Σπέρναμε μαρούλια στα αυλάκια ανάμεσα στις πατάτες. Φασόλια και κολοκυθάκια σε ξεχωριστά αυλάκια και άλλα λαχανικά σε βραγιές. Έπειτα από λίγες εβδομάδες φύτρωναν και ξεπετάγονταν από το χώμα. Τα βοτανίζαμε, τα ποτίζαμε και σκοτώναμε τα βλαβερά έντομα. Τελικά μαζεύαμε τη σοδειά. Μερικές φορές κυνηγούσα πεταλούδες και σαν μου ξέφευγαν έβαζα τα κλάματα. Τότε εκείνη με παρηγορούσε θέτοντας προσεχτικά στην παλάμη μου μια πασχαλίτσα. Άλλοτε έπιανε ένα πράσινο σκαθάρι, του ’δενε μια μακριά κλωστή στο αράχνινο ποδαράκι κι εγώ το πετούσα σαν χαρταετό.

Όταν έραβε και μπάλωνε, αν είχε παραπανίσιο χρόνο και μπαλώματα, θα μου έφτιαχνε και κούκλα. 

Μια φορά την εβδομάδα ζύμωνε και φούρνιζε. Μου έδινε λίγο ζυμάρι να παίζω ενώ εκείνη έπλαθε τα καρβέλια και τα έθετε ένα-ένα στην πινακωτή. Έπειτα τα σκέπαζε με το ψωμόπανο και με κλινοσκεπάσματα. Όταν το ζυμάρι άρχιζε να φουσκώνει τρέχαμε να ετοιμάσουμε το φούρνο. Βοήθαγα κουβαλώντας ξύλα. Έριχνε στο φούρνο κλάρες πουναριού που λαμπάδιαζαν. Μακριές γλώσσες φωτιάς ξεχύνονταν από την πορτίτσα. Τσίγκλαγε τη φωτιά μ’ ένα μακρύ ξύλο παρατηρώντας επίμονα τη θερμοκρασία του φούρνου, το πρόσωπό της κοκκίνιζε κι ίδρωνε, τα μάτια της έτσουζαν από τον καπνό. Συνάμα έψηνε στην άκρη τα καρβελάκια μου κι ένα μεγαλύτερο δικό της. Σαν κόπαζε η φωτιά, ένα στρώμα άσπρης πούδρας απλωνόταν στο θόλο του φούρνου. Τότε εκείνη παραμέριζε γοργά-γοργά τα κάρβουνα και τη στάχτη μ’ ένα φτυάρι, σκούπιζε τη βάση με βρεγμένα πανιά, έριχνε μέσα τα καρβέλια κι έκλεινε το φούρνο σφραγίζοντάς τον με λάσπη. Έπειτα ξαποσταίναμε και κολατσίζαμε με το φρεσκοψημένο μας ψωμί. Συνήθιζε να ψήνει κι ένα ταψί με πατάτες ή με γεμιστά και κάπου-κάπου με κοτόπουλο ή άλλο κρέας.

Τις παραμονές των γιορτών ετοιμαζόταν με μεγάλη προσήλωση - λουζόταν και έβαζε καθαρά ρούχα - για να φτιάξει πρόσφορο. Χρησιμοποιούσε το καλύτερο αλεύρι και το κοσκίνιζε με τη μεταξωτή κρησάρα. Έκανε το σταυρό της καθώς αποτύπωνε τη σφραγίδα στο ζυμάρι ψιθυρίζοντας ονόματα αγαπημένων ατόμων που θα δέχονταν την ψυχική ευεργεσία. Ανάλογα με την περίπτωση, έφτιαχνε πρόσφορο πότε για τους ζωντανούς και πότε για τους αποθαμένους. Στο κέντρο της σφραγίδας ήταν ο σταυρός σε διακοσμητικό σχέδιο με την επιγραφή Ι. Χ. ΝΙΚΑ. Την αποτύπωνε και στα δικά μου καρβελάκια κι ένιωθα να με κατέχει η χάρη αγιότητας.

Το πιο επείγον καθήκον μας ήταν η προετοιμασία φαγητού για την οικογένεια και ειδικά για τους αρσενικούς. Τη βοηθούσα μαζεύοντας τ’ αυγά από τις φωλιές και φέρνοντάς της τα πράγματα που χρειαζόταν. Είχα γίνει υποδεέστερη στον υποδεέστερο ρόλο της. Συχνά βοηθούσα να ετοιμάσει ειδικά φαγητό για τον μικρότερο αδερφό, που ήταν πέντε χρόνια μεγαλύτερος μου, κι ερχόταν σπίτι σαν σχόλαγε το σχολείο για το μεσημεριανό φαγητό. Δε με πείραζε που εγώ θα έτρωγα μόνο τ’ αποφάγια του, εφόσον ούτε κι εκείνη έτρωγε. Πρέπει να μου φαινόταν φυσιολογική αυτή η σειρά των πραγμάτων. Και ήταν αναπόφευκτο ν’ αντιμετωπίσω τόσους αγώνες και πίκρες στη ζωή ώστε να ξεπεράσω εκείνη τη δουλοπρεπή ανατροφή, αν την ξεπέρασα ποτέ. Έπειτα μου πήρε μια ολόκληρη ζωή να καταλάβω γιατί οι πρεσβύτερες αδερφές μού συμπεριφερόντουσαν σα να ήμουν η Σταχτοπούτα. Η γέννησή μου πρόσθεσε ένα ακόμη θηλυκό στην οικογένεια και εκείνες ήταν της γνώμης ότι τους μείωσα τη δικιά τους αξία και θέση.

Όταν έφευγα με τη νεοφώτιστη κόρη μου, η μάνα, μας αποχαιρετούσε κλαίγοντας με την πρόγνωση ότι ήταν ο τελευταίος μας αποχαιρετισμός. Έκανε λάθος. Ήταν ο τελευταίος αποχαιρετισμός με τον πατέρα. Επιστρέψαμε εγώ και η κόρη μου έπειτα από εννέα χρόνια και κείνος είχε ήδη πεθάνει τρία χρόνια πριν. Ήταν κατά τη διάρκεια αυτής της παρατεταμένης επίσκεψης που γνώρισα ουσιαστικά τη μάνα μου. Παρ’ όλο που ήταν ογδόντα τριών χρονών τότε, είχε πολλή ενέργεια και διοικούσε καλά το νοικοκυριό.

Όλα εκείνα τα περασμένα χρόνια είχα ασυναίσθητα μια στερεότυπη αντίληψη για τη μάνα μου. Μ’ είχε ουσιαστικά αρνηθεί. Τελείωσα το δημοτικό τη χρονιά που εξορίστηκε ο πατέρας κι οι προσδοκίες για τη μελλοντική μου παιδεία εκμηδενίστηκαν. Τα αδέλφια μου, που ήταν όλα ενήλικα και πρόθυμα να επιβάλουν την εξουσία τους στην απουσία του πατέρα, δεν μπορούσαν να ξεπεράσουν τον εαυτό τους και να με υποστηρίξουν. Έλαχα να γίνω το αρνί της εκδικητικής θυσίας για τις δικές τους στερήσεις. Λίγο αργότερα αρρώστησα. Ήταν τότε που άκουσα τη μάνα να λέει ότι θα ήταν καλύτερα να πέθαινα. Ένιωσα παντέρημη.

Όμως τώρα εκείνη συχνά με ξάφνιαζε. Οι απόψεις της για τη ζωή φαίνονταν να αλλάζουν κι ήταν έκδηλος η σοφία των μεγάλων της χρόνων. Το στοχαστικό της σχόλιο: Κατακαημένε άνθρωπε σαν ποντικός γεννιέσαι σαν το λιοντάρι τρέφεσαι και σαν δροσιά χαλιέσαι, με γοήτεψε. Δίσταζα να της μιλήσω για το διαζύγιό μου. Δεν ήθελα να τη σοκάρω και με σοκάρισε εκείνη με την απλή συγκατάθεση της. Δεν έπαυε να με ευχαριστεί για τα παπούτσια. «Μου ’σωσες τη ζωή παιδάκι μου!» Τα παπούτσια ήταν σχεδόν καινούρια. Οι γιορτές και οι ειδικές περιπτώσεις που τα φορούσε πρέπει συνολικά ν’ ανέρχονταν σε λίγο χρόνο. Επέμενε να μην ξοδεύω δικά μου λεφτά - με φιλοξενούσε εκείνη - και κάθε φορά που ξόδευα, κι αυτό γινόταν συχνά, εφόσον αναλάβαινα κάθε τόσο να κάνω μερικές βελτιώσεις στο σπίτι, στενοχωριόταν. 

Οι γονείς μου νιόπαντροι, ξεκίνησαν τη ζωή τους με λίγα πράγματα. Ο πατέρας του πατέρα μου ήταν του τζόγου κι έτσι εκείνοι βάλθηκαν να προκόψουν για να δημιουργήσουν καλύτερες ευκαιρίες για τα παιδιά τους. Βοηθούσαν και τα παιδιά. Εκείνη την εποχή και σ’ εκείνα τα μέρη, τα παιδιά συνήθως άρχιζαν να δουλεύουν από πολύ μικρά. Τώρα της μάνας θα της φαίνονταν μάταιη η περιουσία τούτη, η μεγάλη, που αποχτήθηκε με τόσο μόχθο. Η μετανάστευση είχε μεταδώσει την ασθένεια της εγκατάλειψης στο ύπαιθρο. Τα πιο πολλά κτήματα παράμεναν χέρσα, τ’ αμπέλια είχαν ήδη ξεραθεί. Ζήλευε εκείνους που έμειναν στο χωριό. Τώρα χρησιμοποιούσαν τρακτέρ στις καλλιέργειες. Τους αγνάντευε κι αναπολούσε. Αχ, να ήταν τώρα κι εκείνη νέα να ξαναρχίσει από την αρχή! Με τέτοια μηχανήματα θα τα κατάφερναν καλύτερα. Και αν δεν ερχόταν ο Εμφύλιος! Η κατάσταση θα ήταν διαφορετική στα σίγουρα και δε θα υπήρχε η ανάγκη για τα παιδιά της να ξενιτευτούν.

Τη θυμάμαι τότε, μια φορά να με ξυπνάει μες στη νύχτα. «Έλα, παίρνουν ζώα». Βούλωσε τα κουδούνια της μούλας και της φοράδας - τα ζώα της δουλειάς - έδεσε παλιόρουχα στις οπλές τους και τα τραβήξαμε κλεφτά-κλεφτά στο δάσος. Εκεί μες στη σιγή περιμέναμε σε μια βαθειά χαράδρα και κρυβόμασταν από το φως του φεγγαριού. Δεν ήξερα αν ήταν ο στρατός ή οι αντάρτες. Ο πατέρας είχε συλληφθεί νωρίτερα, καθώς δούλευε στο χωράφι, απλώς γιατί του βρήκαν χαρτιά στις τσέπες. Είχε τη συνήθεια να έχει πάντα πάνω του χαρτί για σωματική ανάγκη. Δεν τον ενδιέφερε τι πληροφορίες ήταν γραμμένες στο χαρτί (το χαρτί σπάνιζε τότε) αλλά ενδιέφερε το στρατό. Η μάνα έβαλε δικηγόρο για να συντομεύσει τη δίκη. Ήταν φθινόπωρο και το όργωμα δεν μπορούσε να περιμένει. Τους πρόσμενα χαρούμενη στο δρόμο. Έφτασε η μάνα μόνη της, βουβή, το πρόσωπό της κουκουλωμένο με τη μαντίλα. Σκεπάστηκε με μια βελέντζα κι έμεινε εκεί ακίνητη μέχρι την άλλη μέρα, ένας σωρός ψυχικής οδύνης. Ο πατέρας είχε δικαστεί σε ισόβια δεσμά από το στρατοδικείο. Οι πολλές του αγορές κτημάτων είχαν προκαλέσει το φθόνο. Τώρα είχε βρεθεί η ευκαιρία για την ύπουλη μαχαιριά του φθόνου και οι εχθροί του δεν καταδέχτηκαν να τη χάσουν παρά ζήτησαν ακόμη και την ποινή του θανάτου.


Μείναμε δεκαπέντε μήνες. Η κόρη μου πήγε στο σχολείο κι έμαθε άπταιστα τα ελληνικά. Έτρεχε ξοπίσω από τη μάνα όπως συνήθιζα και εγώ και πλανιόταν ελεύθερα στο χωριό παίζοντας με τ’ άλλα παιδιά υιοθετώντας κατσικάκια. Συνήθιζε να υπερασπίζει την ελληνικότητά της με το επιχείρημα ότι η μάνα της ήταν ελληνίδα και ότι η ίδια είχε βαφτιστεί στην εκκλησία του χωριού. Δεν μου το συγχώρησε ποτέ που δεν μείναμε εκεί για πάντα.

Η μεγάλη στενοχώρια της μάνας ήταν η πρεσβύτερη αδερφή μου, η Γιαννούλα μπου λόγω μιας μάλλον ελαφρύς αναπηρίας ήταν η μόνη που είχε απομείνει στο χωριό. «Τι θα απογίνει ετούτη όταν εγώ φύγω από τη ζωή;» Της υποσχόμουν ότι θα την φρόντιζα εγώ και με κοίταζε με δυσπιστία κουνώντας το κεφάλι. «Από όλα μου τα παιδιά εσύ ήσουν η πιο φιλότιμη. Πολλές φορές αναρωτιόμουν πώς θα τα έβγαζες πέρα σ’ αυτόν τον κόσμο;» Και μου θύμισε ένα επεισόδιο ως παράδειγμα αυτής της τάσης μου όταν ήμουν μικρή.

Δυο ψηλοί ξερακιανοί άντρες συνήθιζαν να επισκέπτονται το χωριό διαλαλώντας τις μαστοριές τους: «Μπαλωματαδες! Ομπρέλες για μπάλωμα! Τεντζερέδες για κόλλημα!» Έρχονταν συχνά στο σπίτι μας και είχαν ιστορίες να διηγηθούν καθώς επιδιόρθωναν τα σπασμένα πράγματα. Διαπραγματεύονταν σε είδος. Τα τρόφιμα δεν ήταν ποτέ άφθονα αλλά προς το τέλος το πολέμου υπήρχε έλλειψη. Είχε μπει η άνοιξη. Οι μπαλωματάδες έκαναν το γύρο του χωριού χωρίς να πιάσουν δουλειά και καθόντουσαν θλιμμένοι έξω από το καφενείο. Τους χαιρέτισα. «Τι κάνετε;» «Πεινάμε!» μου απάντησαν. «Και δεν περνάτε από το σπίτι μας να φάτε κάτι». Συμφώνησαν. Να με, με δυο ξερακιανούς πειναλέους άντρες, εκεί μπροστά στη μάνα μου. Εκείνη μου ’δωσε μια θανάσιμη ματιά κι αναστηλώθηκε ζητώντας τους συγνώμη που δεν ήταν σε θέση να τους δώσει δουλειά. Είχε μεγάλη οικογένεια και λίγα τρόφιμα. Οι ομπρέλες και τα κατσαρόλια θα περιμένουν καλύτερους καιρούς. Παρ’ όλο που ήταν ακάλεστοι, κάθισαν δίπλα στο παραγώνι για να ζεσταθούν τρίβοντας τα χέρια. Η μάνα μόλις είχε τελειώσει το τυροκομειό. Το λεβέτι ήταν ακόμη στη φωτιά γεμάτο αχνιστό τυρόγαλο. Τη ρώτησαν αν μπορούσαν να πάρουν λίγο. Εκείνη ξαφνιάστηκε. «Τυρόγαλο!» ψιθύρισε. Δεν περίμεναν. Βούτηξαν τα κύπελλά τους στο λεβέτι κι έπιναν με απληστία το κιτρινωπό υγρό. «Όχι! Είναι για τα γουρούνια!» φώναξε ντροπιασμένη κι έτρεξε να τους φέρει ψωμί και τυρί που είχε φυλάξει για την οικογένεια της. Λίγο αργότερα, οι μπαλωματάδες άρχισαν να δουλεύουν σφυρίζοντας το σκοπό κάποιου τραγουδιού.

- Παιδάκι μου, σ’ έστειλε ο Χριστούλης να τους φέρεις. Είναι μεγάλο ψυχικό να δίνεις στους πεινασμένους. Δεν ήξερα τι θεριό είν’ η πείνα και θα μου ’μενε πίσω σε τούτη τη ζωή.

Μια φορά όταν, επέστρεψα από κάποιο μικρό ταξίδι και με καλωσόρισε χαρούμενη.

- Παιδάκι μου, χίλια καλά να σου δίνει ο Θεός. Κράτησες τ’ όνομα το πατέρα σου. Το άκουσα στο ραδιόφωνο!

Συνήθιζε να ακούει το δελτίο καιρού. Καθώς πήγε να το κλείσει το προηγούμενο βράδυ άκουσε να μιλάει κάποιος για Έλληνες συγγραφείς στην Αυστραλία και ν’ αναφέρει τ’ όνομά μου. Η μάνα μου πετούσε από τη χαρά της κι ένιωθε περήφανη για μένα.

Βλέπεις μάνα, εγώ, μια κόρη, θα δοξάσω τ’ όνομά σας.

Όταν φύγαμε στενοχωρήθηκε που δεν μπορούσαμε να πάρουμε όλα τα πράγματα που μας έδινε. Είχε ακόμα τα μπαούλα γεμάτα με βαριές βελέντζες. Ήταν φτιαγμένες με σκληρή χειροτεχνική δουλειά και προορίζονταν για προίκες αλλά ήταν τώρα άχρηστες. Οι απροσδόκητες αλλαγές στον κόσμο, είχαν αποδεκατίσει τη ζωή στα χωριά.

Τώρα, κατά τη διάρκεια του χρόνου που ήμουν μαζί της, είχε γνέσει το μαλλί από το μικρό της κοπάδι και το δώσαμε στο υφαντουργείο. Ήταν μετανιωμένη που είχε εγκαταλείψει το δικό της αργαλειό. Μας έφτιαξε μια κουβέρτα από άσπρο μαλλί υφασμένη σε ανάγλυφο σχέδιο. Ένα χαλί από άσπρο και λάγιο μαλλί υφασμένο σε σχέδιο με αστέρια, ένα πάπλωμα φτιαγμένο με αρνίσιο μαλλί και κάτι καρπέτα για διαδρόμους. Πρόσεξε ότι μου άρεσε το φυσικό χρώμα του μαλλιού και σχεδίαζε ν’ αυξήσει τα λάγια στο μικρό της κοπάδι.

Πέντε χρόνια αργότερα πήρα ένα τηλεφώνημα της. 

- Έλα παιδάκι μου, θα σου βάλω τα εισιτήρια. Έλα, είμαι πολύ άρρωστη, έλεγε με τρεμουλιαστή, επίμονη φωνή.

Δεν μπορούσα να πάω γιατί ήμουν και εγώ μάνα. Η κόρη μου, που είχε μπει στην εφηβεία, έκανε τη επανάστασή της καθιστώντας τη ζωή δύσκολη και για τις δυο μας. Έπρεπε να είμαι εκεί, παρ’ όλο που δεν μπορούσα να κάνω κάτι. Δεν έχω νιώσει ποτέ στη ζωή μου τόσο ανίκανη ν’ αντιμετωπίσω καταστάσεις κρίσης όσο εκείνη την εποχή. Με την ανυπομονησία της να μεγαλώσει και με το εκδικητικό κέντρισμα το πατέρα της είχε στρέψει ενάντια στη μάνα. Παρέμεινα κοντά της υπομονετικά, περιμένοντας τη στροφή προς το καλύτερο που πήρε κάμποσο καιρό.

Εν τω μεταξύ η μάνα μου έμεινε κατάκοιτη για πέντε έξι μήνες και τελικά πέθανε.

Την θρήνησα βουβή. Είχα πάρει πρόσφατα μετάθεση και εκτέλεσα τα μαθήματα χωρίς να πω τον πόνο μου σε κανέναν. Εκείνο το βράδυ καθώς η κόρη μου άναβε κερί στην μνήμη της γιαγιάς της με πήρε το παράπονο. Λίγο αργότερα είχα ένα δυσάρεστο όνειρο. Συνήθως τα ξεχνώ τα όνειρά μου αλλά εκείνο μου έχει μείνει ανεξίτηλα στη θύμηση. Στ’ όνειρο, η μάνα μου καθόταν δίπλα στο παραγώνι με τη φωτιά σβησμένη. Φαινόταν να κρυώνει και να την κατέχει η απελπισία. Φορούσε τριμμένα γκριζόμαυρα συνθετικά ρούχα και η ατμόσφαιρα ήταν ζοφερή.

Επέστρεψα στο σπίτι μας εννέα χρόνια μετά το θάνατο της μάνας. Είχα ζητήσει να καθυστερήσουν την εκταφή της ώστε να είμαι εκεί για αυτήν την ιεροτελεστία. Ήθελα κατά κάποιο τρόπο να την αποζημιώσω για την απουσία μου στις τελευταίες μέρες της ζωή της. 

Υπήρχε το έθιμο στο χωριό να ντύνουν και να ενταφιάζουν τους νεκρούς με τα νυφικά τους ρούχα . Την τελευταία φορά που ήμουν εκεί, η μάνα στόλισε την κόρη μου με μια παραδοσιακή φορεσιά στην Εθνική Εορτή. Μου άρεσε να την πάρω ως ενθύμιο και της τη ζήτησα. Δεν μπορούσε να μου τη δώσει. Ήταν τα νυφικά της και θα τα φορούσε στο τελικό της ταξίδι για την άλλη ζωή.

Αυτό που πρόβαλε με την εκταφή ήταν ότι η μάνα μου δεν είχε ενταφιαστεί με τα νυφικά της παρά με τα ίδια ρούχα που φορούσε στο όνειρό μου! Και δεν φορούσε ούτε και τα αναπαυτικά της παπούτσια. Έμεινα άναυδη. Ο αδερφός μου νευρίασε.

- Τι ’ναι το πρόβλημά σου; Εσύ ούτε καν πιστεύεις.

- Όμως πίστευε εκείνη, τραύλισα κλαίγοντας.

Υπήρχε άραγε κάποια αρχέγονη δύναμη που με έσπρωχνε να κάνω αυτή τη μακάβρια ιεροτελεστία; Ήξερα για την εκταφή μόνο εξ ακοής. Όταν ήμουν μικρή φοβόμουνα πολύ του νεκρούς. Και τώρα, μεσημέρι μιας ζεστής μέρας στις αρχές του Ιούνη ήμουνα στο νεκροταφείο. Μάζευα τα κόκαλα της μάνας, τα έπλενα με κρασί, τα δάκρυά μου έτρεχαν, τα κυπαρίσσια κουνούσαν ελαφρά τις κορυφές τους στον γαλάζιο ουρανό, μια γριά θεια μίλαγε για τους αποθαμένους μας όταν ήταν ζωντανοί, και πώς η μάνα μου όταν πέθανε ο πατέρας πήγε στη μοδίστρα για ν’ ανανεώσει τα καλά της ρούχα, εφόσον καθώς έλεγε η ίδια ήταν τότε επί κεφαλής του νοικοκυριού.

Έστρωσα με τη φούστα του νυφικού της το κιβώτιο όπου τοποθετήσαμε τα κόκαλά της μαζί με του πατέρα ώστε να είναι μαζί στο θάνατο καθώς ήταν και στη ζωή. Επίσης τους σκέπασα με τις νυφιάτικές τους, τις σκοροφαγωμένες μεταξένιες μεσήνες. Οι γονείς μου αγαπιόντουσαν και ήταν αφοσιωμένοι ο ένας στο άλλον κάτι που παραξένευε τα αδέρφια μου και θεωρούσαν τη συμπεριφορά τους ακατάλληλη. 

Αργότερα βρήκα τα παπούτσια στο σπίτι. Με την κατάθλιψη που είχα τα πέταξα μαζί με πολλά άλλα άχρηστα πράγματα.

Μανούλα, αν η άλλη ζωή είναι η μνήμη, τα παπούτσια σου ακολουθούν τη θύμησή μου.














0 σχόλια:

 
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...