Γράφει ο Γιώργος Αθανασιάδης
Δικηγόρος - Θεατρικος Συγγραφέας
SYDNEY AUSTRALIA
email: athanasiadis.g@hotmail.com
Tel: 0421 969 172
Sydney airport spotting!
Πάντα γράφω άρθρα κυρίως νομικά και κοινωνικά καυτηριάζοντας η σχολιάζοντας γεγονότα νόμους και επικαιρότητα. Κάποιες φορές όμως ανθρώπινα και εγώ αισθάνομαι την ανάγκη να εκφράσω συναισθήματα διότι κάπου κάπου είμαστε και άνθρωποι και έτσι πρέπει να είναι, δηλαδή να εκφράζουμε τα συναισθήματα μας έστω και δημοσίως, όχι γιατί είναι υποχρεωμένοι οι άλλοι να ξερουν πως αισθανόμαστε εμείς, αλλά από εσωτερική ανάγκη αποφόρτισης. Παλαιότερα όταν έμενα στο παραθαλλάσιο προάστιο του Σύδνευ, εκεί κοντά στο αεροδρόμιο, πήγαινα συχνά πυκνά νωρίς τα δειλινά και έβλεπα τη μέρα που έφευγε από τη μικρή προβλήμα, με τα καφέ βράχια απέναντι από τον διάδρομο του αεροδρομίου. Ενας ατέλειωτος κόσμος καθημερινά σε κίνηση, τα αεροσκάφη τόνα πίσω από το άλλο να πηγαινοέρχονται με ιλιγγιώδη ταχύτητα, απογειωνόμενα ή προσγειωνόμενα στην πανέμορφη πόλη μας. Χιλιάδες ψυχές καθημερινά σε κίνηση, έρχονταν για να συνεχίσουν τη ζωή τους εδώ μετά από μικρή διακοπή κάπου αλλού, άλλες για ένα ταξίδι αναψυχής, άλλες πάλι επιστρέφοντας σε πατρογονικούς προορισμούς, σε τόπους που άφησαν και αναπολούν δακρύζοντας, προσπαθώντας να συνθέσουν το πάζλ της ζωής τους μέχρι το τελευταίο της κομμάτι.
Αφηνόμουν στη μαγεία της κίνησης, αυτό το πολύβουο πήγαινε – έλα ακούγοντας παράλληλα το κύμα που έσπαγε πάνω στα βράχια, ενώ ο ήλιος που έδυε εκεί πέρα μακρυά στην έρημο της Αυστραλίας, θαρρείς και σήκωνε τη κόκκινη άμμο από το Ουλουρού και τη διεσκπόριζε στα πέρατα του ουρανού. Από τον ωκεανό πάλι εκεί πέρα πίσω και μακρυά από το Λα Περούζ, ερχόταν η νύκτα και έτρεχε και αυτή σαν αλαφιασμένη, σαν τρελλή να διώξει τον ήλιο, κυνηγώντας τα αεροπλάνα που ταξίδευαν για τις χώρες της Μέσης Ανατολής και εκείθεν στην Ευρώπη.
Μαζί τους ταξιδεύει και η σκέψη και όλοι όσοι είμασταν εκεί, άλλοι ψαρεύοντας ή ζηλεύοντας την ουρά εκείνου του αρουραίου των βράχων που είχε τσιμπήσει την ουρά του το μικρό ψαράκι και όχι το αγκίστρι της πετονιάς του ψαρά. Πονηρός ο ποντικός έβαζε την άκρη της ουράς του στο νερό ενώ το σώμα του πατούσε στέρεα στη πέτρα έξω στη στεριά. Το άτυχο ψαράκι νόμιζε ότι ήταν ένα σκουληκάκι και έτρεχε με τη σειρά του να τραφεί. Μόλις τσιμπούσε την άκρη της ουράς του ποντικού, μπάμ , το ποντίκι με αστραπιαία κίνηση, έστριβε την ουρά του πρός το σώμα του και το ψαράκι έσκαγε πάνω στην πέτρα. Τα μαχαιροπήρουνα ήταν έτοιμα στο τραπέζι του κυρίου αρουραίου και το φρέσκο ψαράκι γινόταν ανάμνηση στην ψαροοικογένεια του εκεί στα βάθη του ωκεανού ή μάλλον στα αβαθή του Wolli Creek!
ΠΡΟΣΜΟΝΗ!
Γύρισε πίσω και αμέσως τινάχτηκε μακρυά μπροστά
ένα μικρό πλατσουρητό και χάθηκε μέσα στο νερό
και κείνος ο νησιώτης κάθισε πάνω στην πέτρα της προσμονής
έστριψε ένα τσιγάρο, κοιτάζοντας εκεί τον μικρό κύκλο που έσβησε
και απολάμβανε τον καπνό που έβγαινε απο τα σωθικά του
γράφοντας κύκλους μικρούς στον αέρα
χωρίς τίποτα να ταράζει την περίεργη εκείνη γαλήνη
της ώρας που έβγαινε ο σταυρός του νότου
σιγά σιγά, μετρώντας ένα ένα τα αστέρια του
επτά θαρρώ άσπρα μικρά και μεγάλα
και κείνο το λαμπερό του νότου αστέρι που λέει κι ο ποιητής
δεν γύρισε το κεφάλι του να κοιτάξει κατα τον βοριά
δεν τόχε ανάγκη άλλωστε,
κύκλους έκανε ο καπνός απο τα φουσκωμένα πνευμόνια
και το καλάμι ακίνητο με την τεντωμένη πετονιά
και ο χρόνος δεν μετρούσε
εκείνη τη στιγμή της βαθιάς σκέψης
ο ήχος της τουρμπίνας ήταν δυνατός
και γρήγορα το αεροπλάνο ψηλά στον αέρα
έστριψε κατά την ανατολή
πάνω απο τον απέραντο ωκεανό να παίξει με τ΄ άστρα
Αμέρικα Αμέρικα πόσο κοντά αλήθεια είσαι
όπως έπεσε το φώς του ήλιου και φάνηκε κείνη η άσπρη γραμμή
το καλάμι ήταν ακίνητο και σταμάτησαν οι κύκλοι του καπνού
ενα κουτί τενεκεδένιο μπύρας γυάλισε στα χέρια του
και δύο κόκκινα μάτια κοίταξαν προς το μέρος μου
στα πλάνα της αδιαφορίας τους για το ταξίδι μου
αυτό που περίμενα νάρθει
που πάντα περιμένω
και ο σταυρός του νότου σηκωνόταν πιο ψηλά
περήφανος οδηγός μπροστάρης να δείχνει στον καπετάνιο τη ρότα
εδώ κάτω
μακρυά απο την καβαλάρισα κόρη
του ταύρου του άγριου τη γητεύτρα
που χέρι θεϊκό την έκλεψε και σε νησί μεγάλο
ήπιε απο το ποτήρι της νιότης της
και που σε γή απέραντη την έστειλε
για της δώσει τ άγιο όνομα της
να μένει στους αιώνες μοναδικό
μοναδική κι αυτή
μάνα και γριά και κόρη σε έναν αέναο κύκλο νιότης
που το αστέρι του νότου δεν φωτίζει
το αγέραστό της πρόσωπο
το καλάμι πάντα ακίνητο και η πετονιά τεντωμένη
τίποτα δεν σάλεψε
άδειασε και πέταξε και κείνο το κουτί της μπύρας
χάθηκε στον κόσμο του, ενώ έπεφτε η νύκτα
πέρασε ο χρόνος ή πέρασε η σκέψη
βούλιαζαν τα πόδια στην υγρή νυκτερινή άμμο
κοίταξα πίσω για μια ακόμη φορά
ο μώλος εκείνος όλο και μίκραινε
και ο θόρυβος της τουρμπίνας μάκραινε
ο κόσμος για κείνον που ταξίδευε δυτικά μίκραινε
στην αγκαλιά της γριάς κόρης
βιαστικά να πάει να πέσει...
"Γιώργος Αθανασιάδης 2015 Brighton Le Sands - NSW"
0 σχόλια:
Post a Comment