Γράφει η ΒΙΚΥ ΤΣΙΑΝΙΚΑ
Δημοσιογράφος- Θεατρολόγος
Ψυχολόγος
Όλες οι αλλαγές εμπεριέχουν την απώλεια.. Όλες οι απώλειες απαιτούν την αλλαγή!!
Θα μπορούσαμε να επικαλεσθούμε
τις ημέρες του Πάσχα για να αναφερθούμε σε ένα θέμα που, με το ένα ή με τον άλλο τρόπο αγγίζει και αφορά όλους μας. Την Απώλεια.Οι συνθήκες, όμως, οικονομικές, πολιτικές και κοινωνικές τα χρόνια που διανύουμε μας υποχρεώνουν να αντικρίζουμε το θλιμμένο πρόσωπο της απώλειας σε όλες του τις εκφάνσεις.Πολλαπλές είναι οι πτυχές της απώλειας κατά την διάρκεια της ζωή του ανθρώπου.
τις ημέρες του Πάσχα για να αναφερθούμε σε ένα θέμα που, με το ένα ή με τον άλλο τρόπο αγγίζει και αφορά όλους μας. Την Απώλεια.Οι συνθήκες, όμως, οικονομικές, πολιτικές και κοινωνικές τα χρόνια που διανύουμε μας υποχρεώνουν να αντικρίζουμε το θλιμμένο πρόσωπο της απώλειας σε όλες του τις εκφάνσεις.Πολλαπλές είναι οι πτυχές της απώλειας κατά την διάρκεια της ζωή του ανθρώπου.
Μέσα από αυτές τις απώλειες, τον θάνατο, την αρρώστια, την ανικανότητα, την αναπηρία, την καταστροφή του σπιτιού , της περιουσίας , της εργασίας , την διάλυση του γάμου , της φιλίας, και άλλων στενών σχέσεων, γίνεται σαφές ότι αυτές( οι απώλειες) αποτελούν αναπόσπαστο μέρος της ανάπτυξης του ατόμου.
Η απώλεια έχει καθολικό χαρακτήρα στην ζωή του ατόμου, εφόσον σε κάθε σταθμό, στης ζωής μας το ταξίδι, χάνουμε και κάτι, λιγότερο η περισσότερο επώδυνο.
ΟΛΕΣ ΟΙ ΑΛΛΑΓΕΣ ΕΜΠΕΡΙΕΧΟΥΝ ΤΗΝ ΑΠΩΛΕΙΑ
ΟΛΕΣ ΟΙ ΑΠΩΛΕΙΕΣ ΑΠΑΙΤΟΥΝ ΤΗΝ ΑΛΛΑΓΗ.
Παρά την πολυμορφία όλων αυτών των απωλειών , υπάρχουν ορισμένες βασικές ομοιότητες στον τρόπο με τον οποίον θρηνούν οι άνθρωποι και έρχονται αντιμέτωποι με αυτές. Οι σημαντικές απώλειες, ωστόσο οι πιο τραυματικές, μπορούν να πλήξουν όσα θεωρεί το άτομο σαν δεδομένα και να προξενήσουν αναθεωρήσεις της κοσμοθεωρίας του ατόμου προς το καλύτερο η προς το χειρότερο. Ο πόνος του θρήνου για όσα αγαπήσαμε και στερηθήκαμε είναι φυσικός και αναπόσπαστο κομμάτι της ζωής μας ωστόσο μπορεί να θέσει υπό αμφισβήτηση τον μέχρι την απώλεια τρόπο ζωής μας, υποχρεώνοντας μας να επαναπροσδιορίσουμε και να αρχίσουμε από την αρχή.
Στις συναισθηματικές αντιδράσεις για την απώλεια σύμφωνα με τον Worden, συμπεριλαμβάνεται η ενοχή και η αυτομομφή, ότι δεν κάναμε ότι έπρεπε για να βοηθήσουμε το αγαπημένο άτομο που πέθανε. Συνήθως τα παιδιά νιώθουν ένοχα όταν χάνουν τον γονέα τους, αναρωτιούνται αν έφταιγαν αυτά για την μεγάλη απώλεια. Το ίδιο μπορεί να συμβεί και στον γονέα που χάνει το παιδί του.
Η λύπη είναι ίσως το πρώτο συναίσθημα που νιώθει το άτομο που υπόκειται την απώλεια για να ακολουθήσει ο θυμός το ερώτημα «γιατί σε εμένα». Θυμό μπορεί να νιώσει το άτομο και για κάποιο αγαπημένο αντικείμενο που έχασε η το έκλεψαν, για την απώθηση του από την εργασία του, όταν ο θυμός γίνει ανεξέλεγκτος συνήθως αποξενώνει το άτομο από το περιβάλλον του καθιστώντας το απόμακρο.
Το άγχος τις περισσότερες φορές παρουσιάζεται μετά το πρώτο μούδιασμα και το πρώτο shock στην είδηση της απώλειας.
Πολλές φορές άνθρωποι που έχουν χάσει τον σύντροφο τους νιώθουν αβοήθητοι, νιώθουν ότι δεν είναι σε θέση να ανταπεξέλθουν στις απαιτήσεις της ζωής, όπως λχ, μία γυναίκα που πέθανε ο άντρας της ο οποίος φρόντιζε για την λειτουργία του σπιτιού, και μετά τον θάνατο του , η ίδια ένιωθε ανίκανη να ανταπεξέλθει.
Η μοναξιά είναι ένα συναίσθημα που ακολουθεί την απώλεια και όσους την βιώνουν είτε αφορά τον θάνατο ενός αγαπημένου συντρόφου, είτε ένα διαζύγιο, είτε την απώλεια της εργασίας, η ενός αγαπημένου ζώου κλπ. Πολλά άτομα νιώθουν να σέρνονται να μην έχουν δυνάμεις να κάνουν οτιδήποτε, να έχουν χάσει την ενέργειά τους μαζί με το αγαπημένο πρόσωπο που έχασαν.
Άλλοι άνθρωποι νιώθουν έντονη την λαχτάρα της επιστροφής του πεθαμένου, και ελπίζουν ότι θα τον ξαναδούν όπως όταν π.χ, θεωρείται αγνοούμενος μιας φυσικής καταστροφής η ενός ναυαγίου ένας αγαπημένος τους.
Συμβαίνει όμως ένας θάνατος να είναι ανακουφιστικός, για κάποιο άτομο και να απελευθερωθεί και να χειραφετηθεί από μία ενδεχόμενος τυρρανία. Καθώς επίσης κάποια άτομα ο θάνατος και η απώλεια τους φέρνουν σε δύσκολη θέση διότι πιστεύουν πως δεν γνωρίζουν πως να χειριστούν το γεγονός και δεν γνωρίζουν τι να κάνουν με τα συναισθήματα τους.
«ΑΥΤΟ ΠΟΥ ΕΧΕΙ ΣΗΜΑΣΙΑ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΤΙ ΚΑΝΕΙ Η ΖΩΗ ΣΕ ΕΣΕΝΑ ..ΑΛΛΑ ΤΙ ΚΑΝΕΙΣ ΕΣΥ ΜΕ ΑΥΤΟ ΠΟΥ ΣΟΥ ΚΑΝΕΙ Η ΖΩΗ.»
Το πένθος είναι ένα γεγονός που δεν το επιλέγει σχεδόν κανείς, υπό αυτήν την έννοια νιώθουμε ότι πέφτουμε θύματα της απώλειας. Οι πενθούντες αρχικά πλήττονται από το γεγονός του θανάτου για να ακολουθήσουν γεγονότα όπως ανεπιθύμητα συναισθήματα, σωματική εξάντληση, νοητική σύγχυση, πνευματική κρίση αλλά και κοινωνική αναστάτωση.
Ο Lindemann στην έρευνά του κάνει αναφορά στις πιο συνήθεις φυσικές αντιδράσεις στην απώλεια όπως την αίσθηση του κενού στομάχου που νιώθει το άτομο με την είδηση μιας απώλειας και το βάρος στο στήθος σωματικές αντιδράσεις που μαρτυρούν μεγάλη ψυχική αναστάτωση.
Άλλοι πενθούντες περιγράφουν ως εξής τις πρώτες ώρες της απώλειας «είναι σαν να ζω έναν εφιάλτη, σαν να μην με αφορά το γεγονός».
Μια γυναίκα όταν έχασε τον σύζυγο της περίγραψε το γεγονός λέγοντας «δεν μπορούσα να σηκωθώ από την θέση μου σαν να πήρε μαζί του ο αγαπημένος μου, όλη μου την ενέργεια».
Άλλες μαρτυρίες μας πληροφορούν ότι ένιωθαν σαν να είχαν βγει έξω από τον εαυτό τους και παρακολουθούσαν τα γεγονότα από απόσταση.
Όλες οι σωματικές αισθήσεις φαίνεται να πενθούν και να συμμετέχουν στην απώλεια, ο ψυχικός πόνος σωματοποιείται καθώς η ακοή δεν αντέχει τον θόρυβο και οι σιελογόνοι αδένες σταματούν την έκριση προκαλώντας ξηροστομία.
Πραγματική μαρτυρία μιας μάνας μας λέει, « κόπηκε η ανάσα μου ,όταν με ειδοποίησαν ότι ο γιος μου έπεσε από την μηχανή.»
Και οι συμπεριφορές του ατόμου αλλάζουν με την απώλεια, με τον θάνατο, με την αλλαγή των συνηθειών του, με τη διατάραξη της ηρεμίας του, με την μεταμόρφωση του από εργαζόμενο σε άνεργο, από κόρη σε ορφανή, από μάνα σε χαροκαμένη μάνα, από οικογενειάρχη σε εργένη, από νοικοκυρά σε ζητιάνα, και τότε γίνεται ο άνθρωπος που έχασε πολύτιμο κομμάτι της ζωής του γίνεται δύσπιστος, αρχίζει να αμφιβάλει σε ότι πίστευε, αναρωτιέται που είναι το σωστό και πού το λάθος, « ζω την πραγματικότητα η έχω παραισθήσεις,» αναρωτιέται και ψάχνει απαντήσεις. Σε κάποια άτομα έρχονται εικόνες στο μυαλό τους από το αγαπημένο τους πρόσωπο που πέθανε και εγκαθίστανται πεισματικά εκεί, γίνονται έμμονες ιδέες ότι ο πεθαμένος τους μιλά και τους συντροφεύει, νιώθουν ότι μυρίζουν το άρωμα του, κάποιοι βλέπουν αντικείμενα του θανόντα να μετακινούνται, γίνονται συγχιτικοί, όπως οι γονείς του Φώτη οι οποίοι 10 χρόνια μετά τον άδικο θάνατο του γιου τους εξακολουθούν να κρατούν άγγιχτο το δωμάτιο του, διατηρώντας το καθαρό και τακτοποιημένο σαν να ζει το παιδί εκεί.
Και οι συμπεριφορές του πενθούντος ατόμου δέχονται αλλαγές σύμφωνα με την έρευνα του Worden, όπως , μια μητέρα που έχασε το νεογέννητο μωρό της δεν ήθελα να φάει, είχε διαταραχές της όρεξης.Ο Παναγιώτης δεν μπορούσε να κοιμηθεί από όταν έχασε την δουλεία του είχε υπερένταση και διαταράχθηκε ο ύπνος του.
Κάποιοι άλλοι άνθρωποι αποσύρθηκαν από την κοινωνική ζωή.
Άλλα άτομα βλέπουν όνειρα με τον πεθαμένο, όπως η Μαρία που έχει κρατήσει όλα τα καλλυντικά της πεθαμένης της μητέρας και τα φυλάει ως θησαυρό, εν αντιθέσει με άλλα άτομα που αποφεύγουν πράγματα που τους θυμίζουν τον νεκρό.
Γνωστή σε πολλούς είναι η εικόνα μαυροφορεμένων, συνήθως, γυναικών που πηγαίνουν πολύ συχνά στον τάφο του αγαπημένου τους προσώπου και τον περιποιούνται σχολαστικά μιλώντας στον νεκρό κλαίγοντας και αναστενάζοντας διαρκώς.
«ΟΛΑ ΟΣΑ ΜΑΣ ΑΓΓΙΞΑΝ ΚΑΙ ΜΑΣ ΕΠΛΑΣΑΝ ΕΙΝΑΙ ΑΚΟΜΑ ΜΑΖΙ ΜΑΣ.»
Οι περισσότερες θεωρίες για τον θρήνο συμφωνούν στον προσδιορισμό μιας σειράς σταδίων προσαρμογής τα οποία έχουν ως βασικό σταθμό εκκίνησης τον θάνατο η τον φόβο και την απειλή θανάτου ενός αγαπημένου προσώπου, και συνεχίζουν με διάφορες μορφές συναισθηματικών αντιδράσεων έως ότου το άτομο που πενθεί αποκτήσει κάποια μορφή ανάκαμψης αποδοχής.
Στους ψυχαναλυτικούς κύκλους η κυρίαρχη άποψη ήταν η περιγραφή του Freud που έβλεπε το πένθος σαν μια περίοδο θλίψης μετά την απώλεια ενός σημαντικού αντικειμένου (προσώπου) στην διάρκεια της οποίας το άτομο βαθμιαία επεξεργάζεται την απώλεια αποσύροντας συναισθηματική ενέργεια από το αντικείμενο, έτσι ώστε αυτή η ενέργεια να επενδυθεί τελικά σε νέες σχέσεις.
Τα μοντέλα σταδίων εμφανίστηκαν με το έργο του Lindermann ο οποίος διαίρεσε τον θρήνο στα στάδια του σοκ-δυσπιστίας, του οξέος θρήνου και της επίλυσης.
Η θεωρία που άσκησε την μεγαλύτερη επιρροή, είναι αυτή της Kubler-Ross , μίλησε και έγραψε για την θανατολογία, θέμα που δεν είχε έλθει στο φως μέχρι τις δικές της δημοσιεύσεις. Επίκεντρο της μελέτης της ήταν η συναισθηματική μετάβαση που αρχίζει με την άρνηση και περνάει μέσα από τον θυμό την διαπραγμάτευση και την κατάθλιψη για να κατάληξη στην πιθανή αποδοχή, που βίωναν οι ασθενείς τελικού σταδίου ενώ περίμεναν τον θάνατο τους.
Στο πρώτο στάδιο το άτομο αρνούμενο να πιστέψει τι του συνέβη προσπαθεί να δικαιολογήσει και αναρωτιέται μήπως έγινε κάποιο ιατρικό λάθος.
Στο δεύτερο στάδιο θυμώνει και ζητάει εξηγήσεις «γιατί σε εμένα», τον θυμό του ξεσπάει πολλές φορές στις νοσοκόμες η στην οικογένεια του.
Στο τελευταίο στάδιο διαπραγματεύεται τον χρόνο «ας ζήσω θεέ μου μέχρι να τακτοποιήσω τα παιδιά μου ».
Το μοντέλο της, παραυτά, είχε ένα μειονέκτημα εφόσον δεν εξέτασε τα χαρακτηριστικά της προσωπικότητας κάθε ασθενή και τις συνέπειες που παρουσίαζαν στην εξέλιξη της πορείας του ασθενούς.
Ο Thon Bowlby πίστευε ότι ο Δεσμός του παιδιού με την μητέρα δημιουργεί την βάση, από τα πρώιμα χρόνια του ατόμου, για να νιώθει ασφαλές και εάν αυτός ο Δεσμός σπάσει και τύχει κάποια δυσκολία στο άτομο, αυτό θα αντιδράσει με περισσότερο άγχος και ανησυχία. Ο Bowlby δεν βλέπει ως παθολογική την διαδικασία του θρήνου στο πένθος και πιστεύει ότι με το πέρασμα του χρόνου και αφού θρηνήσει το άτομο θα έχει την ικανότητα να βρει έναν άλλον δεσμό.
Ο θρήνος δεν είναι ασθένεια υποστηρίζει ο Robert Neimeyer, αλλά μία δυναμική διεργασία στην οποία συμμετέχουμε ενεργά και μέσω του θρήνου αποδίδουμε νόημα σε όσα βιώνουμε αναθεωρούμε τις πεποιθήσεις μας, τις αξίας, τις προτεραιότητες, τους στόχους, αλλά και τις σχέσεις με τους άλλους, ενώ προοδευτικά μαθαίνουμε να αντιμετωπίζουμε με μεγαλύτερη ωριμότητα και συνειδητότητα τις προκλήσεις της ζωής.
Η θεώρηση του Neimeyer έχει ως θεμέλιο την άποψη ότι η απόπειρα ανακατασκευής του προσωπικού κόσμου των νοημάτων αποτελεί την κεντρική διεργασία στην εμπειρία του θρήνου και δίνει έμφαση στην ανακατασκευή του συστήματος των πεποιθήσεων, στον επαναπροσδιορισμό του εαυτού από ψυχολογική και κοινωνική άποψη και στην ανακάλυψη τρόπων μεστών νοήματος, ώστε το άτομο να συμβολίσει για τον εαυτό του και τους άλλους τις μεταβάσεις που βίωσε κατά την πορεία του πένθους. Τονίζει ιδιαίτερα τον βαθμό που η προσαρμογή στην απώλεια διαμορφώνεται από προσωπικούς, οικογενειακούς και πολιτισμικούς παράγοντες.
Πηγές:
Robert Neimeyer ,καθηγητής ψυχολογίας στο πανεπιστήμιο του Μέμφις, συγγραφέας του “ Death studies”, “Lesson in Loss” και άλλων πολλών άρθρων και βιβλίων σχετικών με την απώλεια.
Thon Boulby, (1907-1990) ψυχίατρος-ψυχολόγος, γνωστός για την θεωρία του «ATTACHMENT AND LOSS»1969.
Kubler-Ross: (1926-2004). Η ελβετίδα ψυχίατρος Ελίζαμπεθ Κιούμπλερ-Ροος , περιέγραψε 5 φάσεις από τις οποίες περνάει ο άνθρωπος για να αποδεχτεί τον θάνατο στο βιβλίο της « On Death and Dying” to 1969.
William Worden: καθηγητής στο Harvard Medical School ερευνητή-συγγραφέας όπως « When a parent dies» , «Helping cancer patients» , «Grief Counseling and Grief Therapy» κ.α.
Sigmund Freud: (1856-1939).Αυστριακός , νευροψυχολόγος-Ψυχίατρος –Ψυχαναλυτής. Μελέτη- βιβλίο όπου κάνει αναφορά για την απώλεια και το πένθος : «Mouring and Melancholia» (1917) .
Σχετικά Άρθρα
0 σχόλια:
Post a Comment