ΑΛΗΘΩΣ ΑΝΕΣΤΗ
«Ναι μάνα έρχομαι σου λέω.»
«Ψέματα σε τέτοια μάνα δεν γένονται. Μεγάλη Πέμπτη είμαι στη Πάρο.»
«Αμήν παιδί μου. Θα μετρώ τις μέρες ώσπου να’ ρθεις» κατέληξε η μάνα και πήρε να δένει κόμπους στο μαντήλι της που έβγαλε από τη τσέπη.
Σε εννιά μέρες θα έσφιγγε τον ξενιτεμένο της. «Από αύριο αρχίζεις Βασιλική» ορμήνευε μονάχη τον εαυτό της σαν πήρε να ξετυλίγει τον πρώτο. «Κάνε καρδιά μου υπομονή. Τόσο καιρό άντεξες, τώρα θα λυγίσεις.»
Εννιά ολόκληρα χρόνια είχε να δει τον πολυαγαπημένο της Δημητρό. Δεκαοκτώ χρονών αμούστακο τον ξεπροβόδησε έξω από την Αγία Τριάδα, όπως είχαν συμφωνήσει. «Θα προσκυνήσουμε μάνα και έπειτα εσύ θα σύρεις στις δουλειές σου σαν κάθε μέρα. Να μη μας φανεί πως εγώ φεύγω για τη Γερμανία. Θα ξεγελάσουμε τους εαυτούς μας πως εσύ πας να πλύνεις στο πηγάδι και εγώ στη Λαγκάδα να δω τ’ αμπέλια μας. Να λες πως έμεινα στη κατοικιά μιας και με βρήκε το χιόνι και δεν γινόταν να έρθω το βράδυ. Έτσι θα περάσουν λίγες μέρες θα ξεχαστείς και έπειτα πια θα σου’ ρθει γράμμα μου.»
Έτσι κάνανε μάνα και γιος. Σφιχταγκαλιάστηκαν, φιλήθηκαν σταυρωτά τόσο όσο να μη φανεί δάκρυ στο μάτι και κίνησε ο καθένας για τις ‘δουλειές του’. Όπως κάθε μέρα από όταν τον είχε απερπάτητο και τον έσερνε μαζί της. Είχε φτιάξει ένα σάκο στον αργαλειό και εκεί έχωνε τον κανακάρη της κρεμώντας τον στον ώμο μαζί με πεπόνια από την καλουριά αν ήταν καλοκαίρι, ή πατάτες αν χειμώνας. Είχε τιμητική θέση ο Δημητρός από βρέφος, εκεί κρεμασμένος στον ώμο, μαζί με τα γεννήματα του περιβολιού, αλλά εκείνος πάντα στη μπροστινή μεριά, να ψάχνει το βυζί για το γάλα του ακόμα κι αν η μάνα του περπατούσε. Μεγάλωσε με τις μυρωδιές της φύσης και θα έλεγε πως τις φέρνει από μωρό, άσχετο αν η μνήμη του φωτίζεται απ’ όταν η κυρά Βασιλική αρνιόταν να τον σηκώνει πια. «Μεγάλωσες δεν δύναμαι να σε έχω αγκαλιά.»
«Και τούτα τι είναι;» φώναζε ο μικρός με στημένα τα πόδια στη γη. Έκανες καλύτερα τα αμπελοφάσουλα! Άστα κάτω και πάρε μένα.» Ροδάνι το στόμα του Δημήτρη. Δεν καταλάβαινε γιατί αυτή η άνιση και άδικη μεταχείριση απέναντί του, ενώ τα περβολαρικά ήταν ακόμα στη πλάτη της.
«Μα πρέπει να φάμε» προσπαθούσε να τον καλοπιάσει μια και ήξερε πως το αγόρι της ήταν φαγανό. Δεν έπιανε τίποτα. Έπεφτε στο κοκκινόχωμα και γέμιζε η μουρίτσα του χώματα, τα μασούσε με το στόμα θεόρατο ανοιχτό να σπαράζει, ανακατεμένο με σάλια, μύξες και παράπονο.
Σφιγγόταν η καρδιά της μάνας, ακόμα κι αν παρέβλεπε την κούραση της, ακόμα κι να τον σήκωνε για λίγο, δεν γινόταν πια. Τον χειμώνα θα πήγαινε σχολείο θα τον κορόιδευαν οι συμμαθητές του, αν έπεφταν πάνω σε κανένα από τα γειτονόπουλα. Κόνταινε το βήμα της προχωρώντας μπροστά δήθεν αδιάφορα, έσκυβε να κάνει πως δένει τα κορδόνια της να ρίξει κρυφή ματιά πίσω, να δει αν ερχόταν. Μα ο Δημητρός έπαιζε το παιχνίδι ισχύος καλά. Έμενε στη γη σκούζοντας κι όσο απομακρυνότανε τόσο πιο πολύ ρέκαζε μα σαν την έβλεπε να στρίβει για το Λουμπαρδοχώρι τον έπιανε ταραχή. Αν την έχανε πως θα γύριζε πίσω! Μάταια τσίριζε «Μάνα που με αφήνεις.» Έτρεχε στη στροφή γεμάτος αγωνία να την δει. Εκείνη καθιστή πάνω στη ξερολιθιά τον περίμενε μα ποτέ δεν του το φανέρωσε. «Να ξεκουραστώ Δημητρό μου» λιγάκι προσποιούταν και κινούσε μόλις τον έβλεπε.
Ο Δημητρός δεν έβγαλε άχνα στα σκαλιά της εκκλησίας την ώρα του αποχωρισμού. Κι ας ήθελε να φωνάξει σαν μωρό «Μάνα που μ’ αφήνεις»
Ένα κεφαλομάντηλο θυμάται να ανεμίζει μέχρι το καφενείο, εκεί που άλλαξε το στενό που περπατούσαν και πήρε την πάνω διχάλα να φτάσει στον Ράμνο. Γύρισε, την είδε ακόμα εκεί. Έκανε πως έσιαχνε το μαντήλι της, μόλις ανταμώθηκαν οι ματιές τους, έπειτα εκείνη αρχίνισε να περπατά σαν τότε στα παιδικά καμώματά του, μα δεν ήταν νάζια εκείνη την ώρα. Έφευγε για το άγνωστο. Εκείνος έπρεπε να φανεί δυνατός κι ας ήθελε να τρέξει στο κόρφο της. Αλλά και κείνη ποθούσε να στρίψει πίσω και να τον παρακαλέσει «Μείνε μη φεύγεις κι ας τρώμε ψωμί κι ελιά.» Μα όχι δεν θα στεκόταν εμπόδιο στο πέταγμα του παιδιού της. Μάθαινε από άλλους πως γίνανε μεγάλοι και τρανοί, όμως έρχονταν και χαμπέρια πως μερικοί χάσανε τα χνάρια του σπιτιού και πια δεν ξαναγύρισαν. Λούφαζε η καρδιά σ’ αυτές τις σκέψεις. Και αν έχανε ο Δημητρός της τις πατημασιές και δεν γύριζε ποτέ ξανά! Πέταξε πέρα τους όποιους συλλογισμούς της κλάδευαν την χαρά να ξεφύγει το παιδί της από την μιζέρια, και αδημονούσε για ένα του γράμμα. Αν αργούσε κακόβαζε «Ως εδώ ήταν πάει τον πλάνεψαν οι σειρήνες εκεί θα μείνει πια. Όχου κι αν μου φέρει καμιά ξενομερίτισσα και δεν νογάω να συνεννοηθώ πώς θα τα κάνω; Ας έρθει το παλικάρι μου και ας φέρει όποια θέλει. Δικιά του είναι η ζωή, ότι θέλει ας την κάνει. Μόνο ας φυλάξει ένα ψίχουλο αγάπης και για μένα» έκλεινε κάθε βράδυ την προσευχή της μονολογώντας η κυρά Βασιλική. Βιάστηκε να λύσει το πρώτο κόμπο εκείνο το βράδυ υπομονή δεν είχε να ξημερώσει. «Άντε κάθε βράδυ θα το κάνω μετά την προσευχή μου.»
Την άλλη μέρα αντί καλημέρα στη γειτόνισσα φώναξε χαρούμενα. «Έρχεται ο Δημητρός μου.» Ως το βράδυ το’ χε μάθει σχεδόν όλο το χωριό. Από στόμα σε στόμα διαδόθηκε και ερχόταν όλοι να ευχηθούν «Καλώς να τον δεχτείς.»
Μεγάλη Τετάρτη βράδυ, έλυσε και τον τελευταίο κόμπο μπροστά στο εικονοστάσι και δεν είχε πια παρά το ξημέρωμα να ακούσει τον πολυπόθητο χτύπο στη ξώπορτα. Μάτι δεν έκλεισε όλη νύχτα. Τον φανταζόταν πως θα’ χε μεγαλώσει, πως θα’ χαν τα γένια του γεμίσει τα μικρά κενά στα ροδαλά μάγουλά του, σαν έφευγε αμούστακο σχεδόν πριν εννιά χρόνια. Άραγε εκείνο το σημάδι στο κούτελο από το τελευταίο του χτύπημα στο χώμα, θα είχε μαζέψει! Ένα ανεξιχνίαστο χαμόγελο από τη θύμηση φάνηκε στο γεμάτο προσμονή πρόσωπό της. Αίματα είχαν κατακλίσει το μούτρο του, σκοτείνιασαν τα μάτια του προς στιγμή και το ξανθόμαλλο αγοράκι φώναζε «Πάνε τα ματάκια μου μανούλα.»
Βρήκε ευκαιρία η κυρά Βασιλική να κάνει το μικρό μεγάλο λέγοντάς του «Σου τα’ λεγα εγώ. Αν συνεχίσεις να χτυπιέσαι θα πάθεις και χειρότερα.»
Μεγάλη Πέμπτη με τις πρώτες ακτίνες του ήλιου, την βρήκε να γαλακτίζει τις ψαρόπλακες, έξω στο στενό της. Φούρια την είχε πιάσει να είναι όλα έτοιμα να υποδεχτεί το λεβέντη της. Αν τις προηγούμενες χρονιές έκανε όπως-όπως και μόνο τις μπροστινές πλάκες, τώρα ασβέστωνε και τους γκαζοντενεκέδες με τις γαρυφαλλιές και τις νταρπαρόριζες. «Πρέπει να φέρω σκινόχωμα να προσθέσω στα λουλούδια τι μου φταίνε και δαύτα» μονολογούσε.
Απόταν έφυγε ο Δημητρός δεν είχε τίποτα για κείνη γούστο. Όμως τώρα έπρεπε να προκάμει να είναι όλα στην εντέλεια. Έβαλε και το χαλάκι στο πλατύσκαλο να πατήσει να αφήσει τις σκόνες από τα παπούτσια του. Ήταν τόση η βιάση της που δεν άκουγε το επίμονο κουδούνισμα του τηλεφώνου. Χαιρετούσε τις γειτόνισσες γεμάτη όρεξη για κουβεντούλα και όχι τις ξερές καλημέρες που πετούσε εδώ και εννιά χρόνια.
«Να σου φέρω ποδαράκια και πατσές ή θα μου βάλεις τις φωνές σαν πέρση;» τόλμησε να ρωτήσει η κυρά Ελένη η κοντοχωριανή.
«Φέτος είναι όλα αλλιώς. Αμέ να φέρεις να κάνω απ’ όλα. Αρέσουν στο Δημητρό μου.»
«Χτυπάει το τηλέφωνο δεν ακούς;» είπε η Ελένη και κίνησε να φύγει.
«Πού μυαλό για τηλεφωνήματα. Ένα που’ θελα να ακούσω αυτό το έλαβα» πέταξε με γάργαρο γέλιο ενώ συνέχισε να παστρεύει τα ξερά φύλλα από τις νταρμπαρόριζες. Όσα είχε καταφέρει να πάρει ο αέρας έχει καλώς, τα υπόλοιπα έμειναν πάνω στις ρίζες περιμένοντας την καλή διάθεση της κυράς που ποτέ δεν ερχόταν. Σαν τις άφησε μόνο με τα καινούργια φυλλαράκια τις θαύμασε και προχώρησε να πάρει το φαράσι. Το επίμονο κουδούνισμα την ανάγκασε να πάει ως το τηλέφωνο.
«Αμάν και εσύ τώρα δα βρήκες την ώρα. Έχουμε δουλειές» ξεστόμισε νευριασμένα.
«Μάνα.» Η καρδιά γοργοχτύπησε χαρούμενα. Για κλάσμα του δευτερολέπτου μονάχα γιατί η σιωπή από την άλλη γραμμή την τρόμαξε. Προαίσθημα κακό της σβάρνισε τα στήθη. «Μάνα είμαι αποκλεισμένος στη Σύρο.»
Κενό. Αβάσταχτο κενό. Πώς να κουμαντάρει τα μέσα της. «Μάνα μ’ ακούς;»
«Σ’ ακούω παιδάκι μου που να μην άκουγα. Εγώ σε περίμενα να ξεπροβάλλεις, ώρα την ώρα.»
«Κοντεύω να τρελαθώ. Έφτασα μέχρι εδώ και να μη μπορώ να έρθω!»
«Σύχασε γιε μου. Αν λωλαθούμε και οι δυο σαν τι θα βγει. Θα σπάσει ο καιρός και θα λύσουν τα καράβια.»
«Ναι. Ας ελπίσω πως θα είμαι εκεί το βράδυ.»
« Κι αύριο Δημητρό μου δεν πειράζει, θα σε περιμένω.» Τι να έλεγε. Τι να βάραινε τη ψυχή του παιδιού λες και κάτι θα κέρδιζε με τη μουρμούρα της. «Θα σε περιμένω γιε μου»έβαλε όλη τη δύναμή της να μη κακοκαρδίσει το αγόρι της, αλλά μόλις έκλεισε η γραμμή έμεινε βουβή έτοιμη να σωριαστεί.
Άφησε στη μέση τη σκούπα, τα φυλλαράκια έρμαια του αέρα να τα πάρει και να πάει στο παιδί της χαιρετίσματα. «Καταραμένη όστρια, μου την φύλαγες για σήμερα να μου στερήσεις τη χαρά.» Σήκωνε τα χέρια στον ουρανό τα έβαζε με τον Θεό και ας ήταν Μεγάλη Πέμπτη. Για εκείνη πλέον δεν είχε καμιά αξία. Μόνο σαν άκουσε την καμπάνα αργά το βράδυ ήρθαν στο νου της τα λόγια που ξεστόμισε πάνω στην αγανάκτησή της. Γονάτισε στο εικονοστάσι και ζήτησε συγχώρεση που βαρυγκώμησε την στιγμή που Εκείνος σήκωνε το Σταυρό του Μαρτυρίου. Άνοιξε την τηλεόραση και μαντάλωσε την πόρτα. Κρεμιόταν και η δική της ψυχή εκεί δα μαζί με τον Μεσσία.
Τα τακουνάκια στο πλακόστρωτο δήλωναν πως τέλειωσε η ακολουθία των Παθών του Κυρίου.
« Βασιλική, Βασιλική» ακούστηκε η φωνή της Ελένης.»Άνοιξε και ανησυχώ.»
Στο άνοιγμα της πόρτας το αναμαλλιασμένο κεφάλι της Βασιλικής φάνηκε λέγοντας «Αν δεν άκουγα πως ήσουνα εσύ δεν θα’ νοιγα»
«Χριστός κι Απόστολος πως είσαι έτσι,, αρρώστησες τώρα που θάρθει το παιδί!»
«Αμ, δεν θάρθει.»
«Λέγε μη με τρελαίνεις.»
«Έμεινε στη Σύρα.»
«Ε, και γι’ αυτό κάνεις έτσι; Αύριο θα λύσουν τα καράβια και θα καταφτάσει. Έλα καημένη και μου’ κοψες τη χολή. Πάρε τη σακούλα έχω μέσα αυτά που σου’ ταξα. Τα κουβαλούσα στη εκκλησία νομίζοντας πως θα σε δω.»
Βαριεστημένα άπλωσε το χέρι η Βασιλική. «Ευχαριστώ» είπε ξέπνοα, ενώ έκλεινε την πόρτα μουρμουρίζοντας«Άντε Χριστέ μου βάστα τη καρδιά μου. Μα τι λέω. Δεν σου φτάνει που’ σαι στο Σταυρό, Σου φορτώνομαι και εγώ.»
Ξάπλωσε με παρακαλετά στους ανέμους να χωθούν στα σακούλια τους να αφήσουν το γιόκα της να έρθει.
Εφιάλτες τη κυρίεψαν. Στριφογύριζε καταϊδρωμένη παραμιλώντας τ’ όνομα του γιού της.
Ξημέρωνε Μεγάλη Παρασκευή και η κυρά Βασιλική δεν έλεγε να σηκωθεί απ’ το κρεβάτι. Μόνο που άκουγε τον χαλασμό στα πορτοπαράθυρα της έστελνε μήνυμα πως δεν θα φανεί το σπλάχνο της. Κατά το μεσημέρι πήρε απόφαση να πάει στα μνήματα. Τούτο της ταίριαζε καλύτερα. Χάιδεψε τη φωτογραφία του άντρα της ψελλίζοντας. « Εσύ που βιάστηκες να με εγκαταλείψεις λες και θα έχανες τη θέση για τον άλλον κόσμο, πες καμιά κουβέντα εκεί πάνω που’ σαι να καρτερούν οι άνεμοι να’ ρθει το αγόρι μας. Κίνησε από την ξενιτιά να γλυκάνει το χείλη του εδώ μέρες που’ ναι και τον κρατάει άλλο νησί κοντά του. Να μπόραγα να κολυμπούσα ως εκεί θα το’ καμα, μα το Θεό.»
Την βρήκε η νύχτα εκεί. Άκουγε σαν βουητό τους χωριανούς να ετοιμάζονται για τη περιφορά και εκείνη αρνιόταν να σηκωθεί από το ξυλιασμένο μνήμα που συναγωνίζονταν την παγωμάρα της καρδιάς της. Οι ψαλμωδίες απομακρύνθηκαν άκουγε τα εγκώμια από τα κορίτσια και θρηνούσε μαζί τους. Έσυρε τα βήματά της και έφτασε στη πρώτη πεζούλα που ήξερε πως θα περάσει ο Επιτάφιος. Έμεινε σκυφτή και περίμενε. Στη Τρίτη στάση ακούγοντας «Ω, γλυκύ μου έαρ, γλυκύτατόν μου τέκνον» ξέσπασε σε θρήνο. Βρήκε τη δύναμη να σηκωθεί πριν πλησιάσουν. Κάλιο να χωνόταν στο καλύβι της παρά να την λυπούνται. Στο κάτω- κάτω το παιδί της θα ερχόταν, αλλά άντε πες το της καρδιάς που’ χε μουλαρώσει και σκόπευε να περπατήσει μαζί του δίπλα στον Επιτάφιο, ίσως σήκωνε και εκείνος για λίγο και εκείνη να καμάρωνε πως τούτος ο λεβέντης ήταν δικός της.
Μεγάλο Σάββατο έφυγε αξημέρωτα για τα κτήματα, να ποτίσει και τα ζωντανά που δεν έφταιγαν σε τίποτα. Άφησε τη πόρτα ξεκλείδωτη, αν και ο Δημητρός ήξερε την κρυψώνα του κλειδιού. Μη και ήταν ζαλισμένο το παιδί και δεν θα μπόραγε να μπει στο σπίτι.
Σαν γύριζε, κρυφοπερίμενε πως θα τον βρει ξαπλωμένο στο καναπέ και έκανε σχέδια τι θα του έλεγε πέφτοντας στην αγκαλιά του. Θα έκαναν τα χωρατά τους και όλα θα ξεχνιόταν. Είχε μαγειρέψει και τα πεσκέσια της Ελένης, έφτιαξε και τη μαγειρίτσα στο τζάκι της κατοικιάς και τα κουβαλούσε παραμάσχαλα με τη καρδιά να φτερουγάει. Όσο πλησίαζε άνοιγε τα μάτια της να διακρίνει κάποιο φωτάκι αναμμένο δείγμα πως έφτασε ο κανακάρης της. «Θα κάθεται στα σκοτεινά για να με τρομάξει» συλλογίστηκε και άνοιξε προσεχτικά τη πόρτα. Ίσως να τον είχε πάρει και ο ύπνος και τον κοψοχόλιαζε.
Η μόνη που βαριοχτύπησε ήταν η καρδιά της. Ούτε χωρατά, ούτε σφιχταγκαλιάσματα.
«Δεν έρχομαι Ελένη μην επιμένεις, με κακοκαρδίζεις» είχε απαντήσει στην επιμονή της γειτόνισσας να πάει σπίτι της να φάνε μην είναι μονάχη μέρα που ήταν.
«Έλα που θα κάτσεις μέσα λες και έχεις έξω από δω κηδεία. Τι να κάνουμε τώρα, λες και δεν ξέρεις από νησί κάνεις. Ας έρθει με το καλό και ξέρει εκείνος που θα σε βρει.»
«Θα περιμένω σπίτι μου» έβαλε τέρμα στη κουβέντα η κυρά Βασιλική.
Βαρελότα, φωνές και εκείνη να σκούζει από την θλίψη.
Αλλιώς είχε φανταστεί τούτο το Πάσχα. Αν δεν είχε ακούσει για τον ερχομό του Δημητρού δεν θα την ένοιαζε. Μαθημένη τόσα χρόνια. Όμως τώρα να ξέρει πως πλησίασε τόσο κοντά της και να μη του δώσει το φιλί της Ανάστασης!
Μα ξάφνου…….«Χριστός Ανέστη» σείστηκε η πόρτα. «Χριστός Ανέστη μάνα.»
Η κυρά Βασιλική άλαλη, έφερε τα δάχτυλα στα μάτια. Τα σκούπισε. Κάτι θα μπήκε μέσα τους και τις φέρνουν τον Δημητρό της ολόρθο μπροστά της.
«Αχ δόλια μου καρδιά πως ν’ αντέξεις. Και εσύ μυαλό μου έβαλες πλώρη για αλλού. Τα’ χασες καημένη Βασιλική.
«Χριστός Ανέστη μανούλα.»
Αδύνατον. Θαρρούσε πως θ’ αφήσει την τελευταία της πνοή. Είχε να το ακούσει από τα μικράτα του γιου της.
«Μάνα τι έπαθες; Καλώς σε βρήκα. Χριστός Ανέστη.»
«Αληθώς Ανέστη Δημητρό μου» ξεφώνισε και πλάνταξε στην αγκαλιά του. Τον άγγιζε, τον ψηλαφούσε, τον έφερνε πέρα να βεβαιωθεί σιγολέγοντας «Δεν αντέχεται τόση χαρά παιδί μου.»
«Βάστα μάνα. Βάστα για τα καλύτερα.»
«Τι έπαθες Βασιλική……» η κουβέντα της Ελένης κόπηκε στη μέση. Κοίταζε μια τον Δημητρό μια την Βασιλική και στη στιγμή έπεσε ανάμεσά τους. Τον φίλησε σταυρωτά λέγοντας « Καλώς ήρθες. Κόντευε να σπάσει η καρδιά της μάνας σου. Άκουσα φωνές και θάρρεψα πως κάτι της έτυχε. Α, τώρα δεν μου γλυτώνετε. Θα έρθετε να φάμε σπίτι.»
Στο δισταγμό της κυρά Βασιλικής η Ελένη συμπλήρωσε «Καλά ξέρω θες να μείνεις στο σπίτι σου. Περίμενε να ειδοποιήσω και τον Γιώργη με τα παιδιά να ρθουν, να καλωσορίσουν τον ξενιτεμένο.»
Σε λίγα λεπτά το δωματιάκι γέμισε γέλια από τα παιδιά, την βροντερή φωνή του Γιώργη να γελάει από καρδιάς ανοίγοντας διάπλατα την αγκαλιά του.
«Καθίστε μαζί μας να φάμε. Απόψε ήρθε ο Χριστός στο σπίτι μου» πρότεινε γελαστή η κυρά Βασιλική.
Η Ελένη έφερε τις κατσαρόλες της, η Βασιλική άνοιγε τις δικές της, τα μικρά τσούγγριζαν αυγά. Σαματάς και γέλια ανέβηκαν στα ουράνια, ενώθηκαν με τους Αγγέλους και όλοι μαζί υμνούσαν. «Ευλογείτε, ήλιος και σελήνη, άστρα του ουρανού τον Κύριον.»
«Κατέβηκα στον θάνατο και με ανέστησες γιέ μου» ψιθύρισε τόσο όσο να ακούσει μόνο εκείνος.
«Χριστός Ανέστη μάνα» και τσούγγρισαν τα κόκκινα αυγά.
«Αληθώς Ανέστη Δημητρό μου»η μάνα είχε τη δική της Ανάσταση. Σε κάθε μπουκιά δόξαζε το Χριστό μουρμουρίζοντας «ΑΛΗΘΩΣ ΑΝΕΣΤΗ»
Μαρία Χανιώτου
0 σχόλια:
Post a Comment