Wednesday, December 24, 2014

H τιμή της ευτυχίας

Το άρθρο δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Ο ΚΟΣΜΟΣ, στο φύλλο της 30ης Δεκεμβρίου 2014
Γράφει ο Γιώργος Αθανασιάδης

Δικηγόρος - Θεατρικός συγγραφέας

ΣΥΔΝΕΥ - ΑΥΣΤΡΑΛΙΑ


Tel: (02) 92613144 - Mob: 0421969172




Η τιμή της ευτυχίας



"Γιατί  δυσανασχετεί ο κόσμος με τη γέννηση μου είναι πραγματικά απορίας άξιον... λοιπόν μόνο
να φανταστεί κανείς ότι εκείνη τη χρονιά που γεννήθηκα, υπέγραψε ο τότε πρωθυπουργός της Ελλάδας Κωνσταντίνος Καραμανλής (ο μετέπειτα Εθνάρχης, αλλά θα πούμε παρακάτω γι αυτό) τη συνθήκη της Ζυρίχης και του Λονδίνου, με την οποία έγινε ανεξάρτητο κράτος η Κύπρος. Κρίμα που δε τόξερα να γεννιόμουν με ένα ωραίο κουστουμάκι και όχι τσίτσιδος. Και εκεί στο μαιευτήριο Αλεξάνδρα, δεν μου είπαν τίποτα. Από τότε ο κόσμος δεν ήθελε να ενημερωθώ... έτσι με ήθελαν ένα κουτό μωρό.... αλλά σε πείσμα όλων εγώ δεν ήμουν κουτό μωρό, μεγάλωσα και έγινα παιδάκι και καλός μαθητής και έξυπνος, όπως έλεγε η δασκάλα μου στη μαμά μου και μετά ευαίσθητος και ανολούπα χριστουγεννιάτικες γιορτινές μέρες..
Τις μέρες τούτες που όλοι μας κάνουμε τους μικρούς και μεγάλους απολογογισμούς μας, θυμόμαστε και νοσταλγούμε. Πάντα ο
νούς μου γύριζε τις μέρες τούτες στην παιδική μου ηλικία, τα χρόνια τα παιδικά, και ένα σφίξιμο στο στήθος προσπαθεί να συγκρατήσει τα δάκρυα που ανεβαίνουν στα μάτια. Τώρα που πλέον είμαι και εγώ όχι στο μεσουράνημα της ζωής αλλά άρχισα να φλερτάρω με τη δύση, έχοντας γεννηθεί στην Αθήνα, και ζήσει και μεγαλώσει στο προσφυγικό προάστιο της Νέας Ιωνίας, κατάλαβα ότι έχει και η ευτυχία τη τιμή της. 

Ναί για μένα η ευτυχία, κοστίζει ... 5 δραχμούλες. Γεμίσαμε τη ζωή μας έννοιες, την ανακατέψαμε με δολάρια και ευρώ, τεχνολογία, διαδίκτυο, μηχανήματα, σίδερα, αυτοκίνητα, σπίτια με κήπους ή χωρίς, φλάτια και αποκτούμε, αποκτούμε και κάναμε την τράπεζα και τά δάνεια μόνιμους συντρόφους στη ζωή μας.

Χρονιάρες μέρες και η μαμά μου πολλά πολλά χρόνια πίσω, με έντυνε παραμονή Χριστουγέννων, Πρωτοχρονιάς και των Φώτων με πολύ φτωχικά αλλά πεντακάθαρα ρούχα και ένα παλτουδάκι μάλλινο να μη κρυώνω. Μεγάλωνα εγώ, μίκραινε το παλτουδάκι και κοντέναν τα μανίκια του. Εραβε η μαμά μου και τελικά το παλτουδάκι στο τέλος απέκτησε δερμάτινες άκρες στα μανίκια του. Ομως έτσι ήταν και το παλτουδάκι του Νικολάκη και της αδελφής του της Βαγγελίτσας και τα παλτουδάκια όλων των παιδιών στην Νέα Ιωνία και από ότι αργότερα έμαθα σ όλες τις προσφυγικές συνοικίες της Αθήνας. Ο κυρ Γιώργης και η κερά Ρήνη, ήταν απο την Κρήτη, οι γονείς των φίλων μου ήταν απο την Κρήτη, και έτσι τα δύο αδέλφια , δεν ήταν «τουρκόσποροι» σαν και μένα. Ομως αγαπούσα τους φίλους μου και εκείνοι εμένα. 

5 δραχμούλες... αυτός παραδοσιακά πλέον είχε γίνει ο σεφτές μου, για τα πρώτα κάλαντα που έλεγα στην γειτονιά.. «Αρχιμηνιά κι αρχιχρονιά, ψηλή μου δενδρολιβανιά...» Η αλήθεια είναι ότι δεν είχα δεί δενδρολιβανιά, πέρασαν αρκετά χρόνια για να τη μάθω... όμως την τραγούδαγα και η Κυρά Ολγα η συγχωρεμένη με τον Κύριο Ιορδάνη το επίσης συγχωρεμένο, με περίμεναν να την τραγουδήσω στη πόρτα τους και μου έδιναν.... 5 δραχμούλες... Ευτυχία δεν είναι αυτό; Ναι ήταν, γιατί ένα αυτοκινητάκι σιδερένιο της matchbox, απο το βιβλιοπωλείο του «Παρασκευά» στη Νέα Ιωνία, έκανε 2,5 δραχμούλες και είχα και περίσσευμα.

Και μετά πήγαινα στην Κυρά Ρωφύλη και στον Κο Λουκά... «Χώς γκελτνίμ, γιαβρούμ τζιέριμ» μου έλεγαν οι καραμανλήδες πρόσφυγες και μιλούσαν για τα σπίτια που άφησαν πίσω τους στη πατρίδα και που δε θα ξανάβλεπαν ποτέ. Πέθαναν σε ξένο τόπο. Ακούγοντας και μεγαλώνοντας μ αυτές τις ιστορίες, τις μέρες αυτές, τότε τα παλιά εκείνα χρόνια έλεγα τα κάλαντα και μου δίνανε , 2 και 3 και 5 δραχμούλες, ότι μπορούσε ο καθένας. Εκεί στη γειτονιά που μεγάλωσα στο κέντρο της Νέας Ιωνίας, στην οδό Αγνώστων Ηρώων. Εκεί που ακόμη μένει η γερόντισσα μανούλα μου, μόνη της πιά, ολομόναχη, τις μέρες τούτες, 82 ετών, με την ελπίδα ότι πρίν κλείσει τα μάτια της, θα με δεί... Την ίδια ελπίδα που έχω και εγώ εδώ στην Αυστραλία, ότι τουλάχιστον πριν «φύγει» απο τη ζωή θα προφτάσω να ρίξω το δάκρυ μου στο νεκρικό της κρεβάτι. Κανείς δε ξέρει το παιχνίδι της ζωής και του θανάτου. 

Ετσι λοιπόν, τις μέρες τούτες, με τους γονείς μου τότε νέους έμαθα τη τιμή της ευτυχίας. Η ευτυχία λένε είναι στιγμές και πράγματι είναι. Με σκέπασε το πέπλο της, όταν γεννήθηκαν τα παιδιά μου. Γεμίζει η καρδιά μου, όταν τ ακούω στο τηλέφωνο ή τα βλέπω στο διαδίκτυο. Υποκατάστατα ζωής. Η ανθρώπινη επαφή... εκείνο το αγκάλιασμα... η ζεστασιά της ύπαρξης, δεν μπορούν να μεταδοθούν διαδικτυακά. 

Η τιμή της ευτυχίας ήταν για μένα εκείνες οι πέντε δραχμούλες, ο «σεφτές» μου απο τα κάλαντα, όσα χρόνια έζησε η Κυρά Ολγα. Πρόσφυγας πρώτης γενιάς, μέσα στο μικρό της προσφυγικό σπιτάκι, το σκοτεινό με τον άντρα της τον Κο Ιορδάνη. Εφυγαν απο τη ζωή, πάνε πολλά χρόνια τώρα. Μετά έφυγαν και άλλοι και άλλοι και άλλαζε ο κόσμος. Πολλών φύγαν και τα παιδιά τους και ξένοι πια μένουν στις γειτονιές της Νέας Ιωνίας, αλλάζοντας την ταυτότητα της πόλης.

Τα παλιά εργοστάσια, Μουταλάσκη, Πειραϊκή Πατραϊκή, Τρία Αλφα, Υφαντουργίες άπειρες και χρατς χρουτς οι αργαλειοί σιώπασαν για πάντα και πιο κάτω η COLUMBIA που πήγαιναν οι τραγουδιστές και κάνανε δίσκους να παίζουμε στο πικάπ. Σώπασαν οι αργαλειοί, σώπασε και το παλιό πικάπ το ξύλινο, το μαόνι και μαζί με όλα αυτά σώπασε και η κυρά Δέσποινα, η φίλη της μαμάς μου πουμασταν φίλοι με τα παιδιά της και που την αγαπούσα πολύ. 

Πόση φτώχεια ν αντέξει η μνήμη; Πόση χαρά και πόση ευτυχία, όταν ήρθε εκείνο το ηλεκτρικό τραινάκι απο τη Γερμανία, που δούλευε ο μπαμπάς του Βασίλη και της Ρίας. Μαζί μεγαλώσαμε, ομηρικοί παιδικοί καυγάδες για το τραινάκι ... ένα χωριό στολισμένο, με πολλά φώτα και το τραινάκι να τρέχει ανάμεσα και να σφυρίζει.

Σχόλασαν οι βάρδιες των εργοστασίων, και μέρες που ήταν έκλειναν και έτσι χειμώνας με κρύο και πολλες φορές χιόνια, καθόμασταν στο σπίτι με τη σόμπα πετρελαίου. Δίπλα ένα πλαστικό έλατο στολισμένο και η χαρά ατέλειωτη με τις κάρτες ένα γύρω. Τότε στέλναμε και παίρναμε κάρτες απο την θεία Νίνα στη Μελβούρνη. Τώρα είμαστε κοντά με τη θεία Νίνα, αλλά δεν είναι το ίδιο. Ειμαστε μακρυά απο την ευτυχία. Μου λείπουν εκείνες οι ... 5 δραχμούλες... μου λείπει το παιδί εκείνο που περίμενε αυτές τις μέρες. Μου λείπουν και εκείνα τα καινούργια παπούτσια που «τσόνταρα» απο τα λεφτά πουχα μαζέψει απο τα κάλαντα για να αγοραστούνε. Μου λείπουν οι παιδικοί μου φίλοι, ξέρω ευτυχώς είναι καλά, με τις οικογένειες τους, σκορπισμένοι και αυτοί , όπως όλοι σκορπιστήκαμε στους πέντε ανέμους. 

Καταραμένη προσφυγιά, καταραμένη μετανάστευση... Ναι έχουμε τα καλά μας, ναι δουλέψαμε έχουμε φλάτια και σπίτια και γυάρια μπρός και πίσω, αν πείς δε στα auctions ένα σωρό λεφτά κάνουν.. και λοιπόν; Ο καθρέπτης μας δείχνει τα επίπεδα της ευτυχίας. Δεν βλέπω εκεί πια τα λαμπερά μάτια με το χαμόγελο στα χείλη... Ενα βλέμμα αν όχι θλιμμένο στην καλύτερη περίπτωση κενό και ένα πρόσωπο χαρακωμένο απο τα χρόνια και τα σημάδια της ζωής που φεύγει. Η ζωές που φεύγουν ΔΕΝ αγοράζονται...

Η ευτυχία έχει τιμή, ναι και είναι 5 δραχμές. Στολισμένα τα μαγαζιά με χριστουγεννιάτικα και βιτρίνες φωτισμένες. Η Νέα Ιωνία, ήταν πάντα εμπορική πόλη. Τότε δεν μπορούσα να καταλάβω τις όποιες κοινωνικές ανισότητες και διαφορές. Ολοι ψηφιζαν λέγανε τους κομμουνιστές, κομμουνιστής και ο Δήμαρχος ο Κος Δομνάκης. Μεγάλωνα εγώ και μεγάλωνα και μπήκα στο Πανεπιστήμιο και ο Κος Δομνάκης πάντα δήμαρχος. Ο μακροβιώτερος δήμαρχος Ελληνικού Δήμου. Εξι ολόκληρες τετραετίες. Πρώτα έφυγε απο τη ζωή ο θείος του, ο κύριος Ακής που έμενε δίπλα μας. Δεν είχε παιδιά, 5 δραχμούλες μούδινε και αυτός για τα κάλαντα... αυτό δεν είναι ευτυχία; 

Τι καλοί άνθρωποι ήταν όλοι αυτοί... μόνο να που δεν μιλούσαν καλά Ελληνικά, αλλά εμείς παιδιά τους καταλαβαίναμε που μας μιλούσαν Τούρκικα... και ο Παπα Ιωακείμ Πεσματζόγλου τους είχε φέρει όλους αυτούς το ’22 απο τη Σπάρτη της Πισιδίας της Μικράς Ασίας.. οι Σπάρταλήδες.. ποτέ μου δε κατάλαβα γιατί αυτή η λέξη παίρνει δύο τόνους. Και πάνε αρκετά χρόνια πιά που έφυγε απο τη ζωή και ο Κος Δομνάκης.. Και όλη εκείνη η παλιά γενιά των προσφύγων... και έφυγαν μαζί τους μετά απο 2500 χρόνια ζωής και οι δραχμούλες.. και ήρθε κείνος ο ακατονόμαστος και έφερε στην Ελλάδα το ευρώ και μας έκανε Ευρωπαίους ...

Ευτυχία όμως ήταν οι 5 δραχμούλες, ευτυχία ήταν και να πηγαίνουμε κάθε μέρα στην οδό Αλαΐας. Εκεί στο πέτρινο σπίτι με τη σκάλα στο πεζοδρόμιο. Τώρα ρημάζει παρατημένο και απο το Δήμο και απο όλους. Αυτό το σπίτι που μέσα έμεναν και μεγάλωσαν η Κα Γεσθημανή (Γκεστημανή Καζανζίντου, μπινίορουμ... έτσι έλεγε) με τα δύο της παιδιά, το Στέλιο και τον Στάθη. Τρέχαμε και πηγαίναμε μικρά παιδιά να ακούσουμε, να δούμε, τραγούδαγε ο Στέλιος, κάνανε πρόβες , με τη Καίτη Γκρέϋ και τη Μαρινέλλα αργότερα και πολλούς άλλους...


Ευτυχία οι 5 δραχμούλες... μια ευτυχία που χάθηκε και έσβησε για πάντα... Μένουν μόνο οι αναμνήσεις και η ελπίδα...Τώρα πια και σύ μάνα μου, δεν είσαι στο παρόν... έγινες και συ ανάμνηση  μαζί μ εκείνες τις 5 δραχμούλες... αν είναι αλήθεια και κάποτε ξανασυναντηθούμε κάπου αλλού, μη μου χαλάσεις το χατήρι μάνα, ξέρω κάπου θάχεις  κρυμμένες 5 δραχμούλες..  Θα μου τις χρωστάς απο τις 3 Απριλίου 2015 μέχρι να ξανασυναντηθούμε...
ευτυχία δεν είναι αυτό;


0 σχόλια:

 
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...