To άρθρο δημοσιεύτηκε στην ελληνική εφημερίδα του Σύδνεϋ Ο ΚΟΣΜΟΣ στο φύλλο της 22/10/2014
Περί νόμων και Ελλήνων ζωής
Γράφει και επιμελείται
ο Γιώργος Αθανασιάδης
Δικηγόρος
Η Ψωροκώσταινα πατρίδα μας... που δεν είναι καθόλου
Εχουμε συνηθίσει χρόνια και χρόνια τώρα να αποκαλούμε την πατρίδα μας Ελλάδα, ψωροκώσταινα. Τον απαξιωτικό αυτό όρο «Ψωροκώσταινα» το χρησιμοποιούμε, όταν θέλουμε να περιγράψουμε την ανέχεια και τη φτώχεια και συγκεκριμένα την πολύ φτώχεια ενώ παράλληλα απαξιώνουμε τον άνθρωπο ή εν προκειμένω την πατρίδα μας, συγκρίνοντας την με άλλους τόπους πλούσιους. Αυτό συμβαίνει τόσο στους Ελληνες του εξωτερικού, οι οποίοι έφυγαν διωκόμενοι σε διάφορες χρονικές περιόδους απο την Ελλάδα για να μπορέσουν να επιβιώσουν. Αλλά και οι Ελληνες που ζούν στην χώρα συνηθίζεται να αποκαλούν έτσι την πατρίδα μας, συγκρίνοντας την από εκεί με άλλες χώρες και γενικότερα επειδή είναι χώρα πτωχή, ειδικότερα στις μέρες μας.
Η αλήθεια όμως δε βρίσκεται εκεί, αλλά κάπου ανάμεσα. Η Ελλάδα δεν είναι «ψωροκώσταινα» η Ελλάδα, έχει και είχε πάντα άχρηστους και μη πατριώτες πολιτικούς. Απο την εποχή, που εγκατέλειψε την πατρώα της παράδοση και αποδέχθηκε και ενσωμάτωσε ανατολίτικες δοξασίες και δαιμονοποιήσεις, ταλαντευόμενη ανάμεσα στην ανατολίτικη πάλη του καλού με το κακό άρχισε η παρακμή της. Η εξουσία του ενός, η κατάλυση της δημοκρατίας και η αποδοχή του υπερφυσικού και κατά κυριολεξίαν του αφύσικου ως στόχο και πορεία ζωής, έγινε αντικείμενο εκμετάλλευσης. Απαξίωσε η ίδια δια μέσου του ραγιαδισμού και της αποδοχής της δουλικότητας του ανθρώπου, απο ελεύθερο και ανεπτυγμένο πνεύμα, και τη φύση της και τη μοναδικότητα της και τον πλούτο της, υπέργειο και υπόγειο.
Η μοναδικότητα της φυσικής της ομορφιάς, τα αποθέματα υδρογονανθράκων στο υπέδαφος της , χρυσού, άλλων ευγενών μετάλλων, φυσικού αερίου, την καθιστούν ιδιαίτερα ελκυστική για τους κόρακες όπου γής. Τα όρνεα οργάνωναν για εκατονταετίες την διάλυση της , εκείνη αντιστεκόταν μέχρις που έχασε την ταυτότητα της, απεμπόλισε τα δικαιώματα της και έναντι φαντάζομαι αδρών ανταλλαγμάτων και χρηματισμού από εκείνους που την κυβερνούν, πούλησε το κορμί της τελικά και αυτό ολοκληρώνεται στις μέρες μας.
Η Ελλάδα είναι μια χώρα πλούσια, σε φυσική ομορφιά, φυσικό ορυκτό πλούτο, πνευματική και καλλιτεχνική παράδοση, φιλοσοφία, ιστορία, που επιμένει και υπάρχει και μιλάει αυτή μόνη στον κόσμο την πιό πανάρχαια γλώσσα της γής.
Ειναι μια χώρα, όμως που κατοικείται απο ένα λαό, που μετά την αρχαιότητα παραδόθηκε στον ευτελισμό, στην αλλοτρίωση της ταυτότητας του, της προσωπικότητας του και κυβερνάται μετα τη σύσταση του νεολληνικού κράτους το 1821 πλήν ελαχίστων εξαιρέσεων από νενέκους που παραδίδουν πλέον και κυριολεκτικά «γή και ύδωρ», αυτή τη γή τη ποτισμένη με το αίμα των ηρώων της.
Γιατί όμως αποκαλούμε την Ελλάδα, Ψωροκώσταινα και ποιά ήταν η πραγματική εκείνη γυναίκα η Ψωροκώσταινα; Σε ποιά εποχή έζησε;
Η Ψαροκώσταινα ή Ψωροκώσταινα, υπήρξε υπαρκτό πρόσωπο της νεοελληνικής ιστορίας και μάλιστα μια ηρωική και αξιέπαινη γυναίκα στα χρόνια της Επανάστασης του 1821 η οποία αφιέρωσε τη ζωή της στην υπηρεσία της πατρίδος. Όταν το 1821 καταστράφηκε η πόλη των Κυδωνιών το Αϊβαλί, της Μικράς Ασίας, μετά από την αποτυχημένη επαναστατική κίνηση που επιχειρήθηκε, ο πληθυσμός της σφάχτηκε και το σύνολό του εγκατέλειψε την όμορφη πόλη με ντόπια ή ψαριανά καράβια. Απο την καταστροφή αυτή τελικά διασώθηκε η Πανωραία Χατζηκώστα, μια όμορφη αρχόντισσα με μεγάλη περιουσία. Συγκυριακά μέσα στο χαμό που γινόταν εκεί απο τους γείτονες μας Τούρκους την πήρε ένας ναύτης και μαζί με άλλους την ανέβασαν σ’ ένα καράβι που ξεμπάρκαρε στα Ψαρά. Τόσο τον άντρα της, τον Κώστα Αϊβαλιώτη, που ήταν πάμπλουτος έμπορος, όσο και τα παιδιά της, τους έσφαξαν μπρος τα μάτια της οι Τούρκοι, άλλωστε ήταν και παραμένουν γνωστοί για τις τακτικές τους αυτές, και ειδικά με τους πληθυσμούς των εδαφών που καταλαμβάνουν και κατέχουν.
Στα Ψαρά λοιπόν, όπου βρέθηκε (γι’ αυτό ονομάστηκε Ψαροκώσταινα) πάμφτωχη και ολομόναχη, οι συντοπίτες της και κυρίως ο Βενιαμίν ο Λέσβιος που ήταν δάσκαλος της Ακαδημίας των Κυδωνιών, την βοήθησαν και την προστάτεψαν. Η Πανωραία σύντομα άφησε τα Ψαρά και φθάνει στην τότε πρωτεύουσα του ελληνικού κράτους, το Ναύπλιο. Εκεί την ακολούθησε κι εγκαταστάθηκε και ο Βενιαμίν ο Λέσβιος. Στην αρχή όλα πήγαιναν καλά, αφού ζούσε από τις υπηρεσίες τις οποίες προσέφερε στον δάσκαλο και φιλόσοφο Βενιαμίν Λέσβιο, ο οποίος παρέδιδε μαθήματα για να ζήσει. Τον Αύγουστο του 1824 όμως, ο Βενιαμίν ο Λέσβιος πέθανε από τύφο. Από τότε για την Πανώρια άρχισε ένας δυσβάστακτος αγώνας επιβίωσης. Μόνη και άγνωστη, βγάζει το ψωμί της πότε κάνοντας την αχθοφόρο, πότε την πλύστρα και πότε χάρη στην ελεημοσύνη όσων την συμπονούσαν.Την μαύρη εκείνη περίοδο, που την Ελλάδα κυβερνούσε δια μέσου των προδοτών της, όπως πάντα, η αντιβασιλεία των Βαυαρών του Οθωνα, η Επανάσταση δοκιμαζόταν από την επέλαση του Ιμπραήμ, ο οποίος εκτός από τις άλλες καταστροφές άφηνε στο πέρασμά του και εκατοντάδες ορφανά που συγκεντρώνονταν στο Ναύπλιο.
Οι κοτζαμπάσηδες , οι προεστοί και οι προύχοντες προκειμένου να μη χάσουν τα προνόμια τους και τις περιουσίες πλήρωναν με δάνεια σε βάρος της Ελλάδας, μισθοφόρους και έτσι στήριζαν την ξενόφερτη γερμανική αντιβασιλεία και πολεμούσαν του Επαναστάτες ήρωες και αγωνιστές παρά τα στίφη του Ιμπραήλ, που παρέμεινε πέντε χρόνια και ρήμαζε την Ελλάδα. Εν τω μεταξύ τα προβλήματά της, η Πανώρια ζήτησε και πήρε υπό την προστασία της παιδιά ορφανά. Για να τα θρέψει περνούσε από σπίτι σε σπίτι και ζητιάνευε. Είχε παραμελήσει σε τέτοιο βαθμό τον εαυτό της, που τα αλητάκια της παραλίας την πείραζαν και την φώναζαν Ψωροκώσταινα.
Το 1826 έγινε έρανος στο Ναύπλιο για να βοηθήσουν το μαχόμενο Μεσολόγγι. Τότε η φτωχότερη όλων, η χήρα Χατζηκώσταινα, η Πανωραία, έβγαλε το ασημένιο δαχτυλίδι που φορούσε στο δάχτυλό της και ένα γρόσι που είχε στην τσέπη της και τα ακούμπησε στο τραπέζι της ερανικής επιτροπής, λέγοντας «Δεν έχω τίποτα άλλο από αυτό το ασημένιο δαχτυλίδι κι αυτό το γρόσι. Αυτά τα τιποτένια προσφέρω στο μαρτυρικό Μεσολόγγι». Ύστερα απ’ αυτή την απρόσμενη χειρονομία, κάποιος από το πλήθος φώναξε: «Για δείτε, η πλύστρα η Ψωροκώσταινα πρώτη πρόσφερε τον οβολό της» κι αμέσως το φιλότιμο πήρε και έδωσε. Όταν ο Καποδίστριας ίδρυσε ορφανοτροφείο, προσφέρθηκε – γριά πια και με σαλεμένο τον νου από τον πόνο και τις στερήσεις – να πλένει τα ρούχα των ορφανών χωρίς καμιά αμοιβή. Και εκεί που άρχισε να χαίρεται για τα «παιδιά της» που είχαν βρει ρούχα και φαγητό, λίγους μόλις μήνες μετά τη λειτουργία του ιδρύματος η Πανώρια πέθανε. Οι επίσημοι δεν την τίμησαν. Την τίμησαν όμως με τον καλύτερο τρόπο τα παιδιά του ορφανοτροφείου, τα οποία μέσα σε λυγμούς την συνόδευσαν ως την τελευταία της κατοικία.
Υστερόγραφο
Στοιχεία για τη ζωή της Ψωροκώσταινας πήραμε απο το διαδίκτυο