Γράφει ο Γιώργος Αθανασιάδης
Δικηγόρος - Αρθρογράφος
Θεατρικός Συγγραφέας
SYDNEY AUSTRALIA
E-MAIL:athanasiadis.g@hotmail.com
Παντού σιωπή, μόνη συντροφιά η μουσική και ένα αίσθημα πνιγμού βασανιστικό... Περιμένοντας την αυριανή μέρα, νάναι άραγε ηλιόλουστη; Η άνοιξη έχει και αυτή κάτι τι το μελαγχολικό, την αίσθηση της αυταπάτης, τα πάντα γεννώνται για να κάνουν τον κύκλο της φθοράς... μη σε ξεγελούν τα χρώματα το άρωμα.. όλα εκείνα.. ο χρόνος μετράει αντίστροφα. το καλοκαίρι ίσως νάναι καυτό, ίσως πάλι όχι. Σήμερα ο ήλιος το σκεφτότανε να δύσει, μεγάλωσαν οι μέρες που είπε κείνος ο εργάτης στο τραίνο... τα μάτια του βάραιναν απο την κούραση... εγώ σκυμμένος πάνω στο βιβλίο ήθελα να το τελειώσω.. το τέλειωσα.. δεν έχω άλλο για αύριο.. πρέπει να στείλω και κείνο το γράμμα στο συγγραφέα στον Konstantinos Ioakeimidis τι να του πω αλήθεια; με ταξίδεψε με το βιβλίο του... το "τελευταίο BOTOX" .
Μου έκανε παρέα.. στα μέρη που έζησα και εγώ Αθήνα.. Θεσσαλονίκη.. ναι Κωνσταντίνε.. και στην Πτολεμαϊδα.. και στο Παλιούρι.. τι τόθελες και σύ ρε παιδί μου κείνο το ποτό; αφού ΔΕ ΣΕ ΘΕΛΕΙ... εντάξει... τι νομίζεις Κωνσταντίνε; δεν έχω πάει εγω στο Σέϊχ Σού; Τι λες ρε... πήγα τότε που δεν υπήρχαν κινητά τηλέφωνα.. .μεταξύ μας, εκεί έμενα ναι εκεί στην Ανω Τούμπα.. ξέρεις το 14 λεωφορείο (Ν.Σ.Σταθμός - Ανω Τούμπα) ανέβαινε την Κονίτσης... δε ξέρω πως διάολο τη λένε τώρα... κατέβαινα στην Αγία Βαρβάρα και με τα πόδια πάνω την Αγίας Μαρίνης..
Εγώ; Οχι δε τα κατάφερα να αγιάσω... σαν και σένα και γώ μη νομιζεις... μάλλον δεν είχα χρόνο ποτέ ν ανάψω κερί.. μεσα στους δρόμους συνέχεια.. τι να κάνει άραγε η Φωτεινή... πήγαινα κάθε μέρα στη Τριανδρία με τα πόδια... που λεφτά για εισιτήριο; φοιτητές ήμασταν... λοιπόν όταν τέλειωσε η Φωτεινή το πανεπιστήμιο και θα κατέβαινε στην Κρήτη, ήθελε να πάρει μαζί της και τα δύο χαμστεράκια ... κείνα τα άσπρα ποντίκια χωρίς ουρά... ήθελε να καθαρίσει το κλουβί... και μου τάδωσε στα χέρια να τα κρατώ... κράτα καλά μη σου φύγουν απο το χέρι και θα τα χάσουμε... Τα κράτησα καλά , δε φύγανε, αλήθεια σου λέω, τα κράτησα μέσα στην παλάμη μου.. καθάρισε το κλουβι και μου λέει, δώστα μου τώρα.. της τάδωσα... ήταν ξαπλωμένα και τα δύο.. δε το κατάλαβα, πως έγινε... έκλαιγε η Φωτεινή... μα εγώ δεν ήθελα να χαθούνε .. ευτυχώς είχα κάτι λίγα λεφτά μαζί μου και της πήρα σοκολάτα αμυγδάλου ΙΟΝ... κάναμε και την ταφή.. απέναντι στη πλαγιά στο ρέμα.. Και μετά η Φωτεινή, έφυγε στο Ηράκλειο στη Κρήτη και εγώ στην Αθήνα... και τα ποντικάκια μείνανε πίσω στη Θεσσαλονίκη... μαζί με τις αναμνήσεις μας...
Τι άλλο να πώ, για το βιβλίο... Μα τι μπορεί κανείς να πεί για τη ζωή;
Γιατί το βιβλίο σου Κωνσταντίνε, είναι απλά ΖΩΗ
Συνέχισε, μη κωλώνεις φίλε μου... προχώρα!
0 σχόλια:
Post a Comment