Tuesday, November 22, 2016

Η υπογραφή και το μυστρί....

Γράφει ο Γιώργος Αθανασιάδης
Δικηγόρος - Θεατρικός Συγγραφέας
ΣΥΔΝΕΥ ΑΥΣΤΡΑΛΙΑΣ
email: athanasiadis.g@hotmail.com

Η υπογραφή και το μυστρί....

Η ιστορία αυτή δημοσιεύεται σε συνέχειες στην εφημερίδα του Σύδνευ Ο ΚΟΣΜΟΣ κάθε Τετάρτη και μεταφέρεται εδώ μετά την δημοσίευση του κάθε μέρους της στην εφημερίδα

(Μια μικρή παιδική ανάμνηση σε συνέχειες...)




Στον απόηχο του πρόσφατου θανάτου του υπέργηρου Στυλιανού Παττακού της περιόδου 1967 – 1974 που συγκυβέρνησε την Ελλάδα, ως το δεξί χέρι του δικτάτορα Γεωργίου Παπαδόπουλου, πολλές σκέψεις και ερωτηματικά ταλανίζουν το μυαλό όλων μας που ζήσαμε την παιδική και εφηβική μας ηλικία στην Ελλάδα την περίοδο εκείνη. Σύγχρονες φωνές από τα χείλη των νέων νοσταλγών της σκοτεινής εκείνης περιόδου της Ελληνικής ιστορίας, έρχονται θαρρείς βγαλμένες από τα βάθη του ερέβους να εξυμνήσουν το ψεύδος, την απάτη, τον αυταρχισμό και την έλλειψη κάθε έννοιας ανθρωπιάς και δημοκρατίας.
Καινοφανείς νοσταλγοί της απάτης, εμφανίζονται υποστηρικτές του στυγνού καθεστώτος των απριλιανών δικτατόρων, συγκρίνοντας την πτωχευμένη Ελλάδα του σήμερα με την περίοδο εκείνη, αλλοιώνοντας δε την ιστορία και την αλήθεια παρουσιάζουν την περίοδο εκείνη της υπερχρέωσης του κράτους και της διαφθοράς σαν περίοδο πολιτικού εξαγνισμού από τα κακώς κείμενα του παρελθόντος. Τόσο καλή ήταν η περίοδος εκείνη της ύπνωσης και της απόκρυψης της αλήθειας, που μέσα απο την μακαριότητα της ξεπρόβαλε ένα πρωϊνό μια διχοτομημένη και κατακτημένη από βάρβαρα στίφη Κύπρος.

Βέβαια, εκείνος ο περίφημος «φάκελλος» της Κύπρου, ιστορικά από τους διαδόχους της δικτατορικής περιόδου της Ελλάδας, ποτέ δεν άνοιξε και το άνοιγμα του παρέμεινε ευσεβής πόθος. Το πολυλαμπές της διαφάνειας έχει χαρακτεί βαθιά στη μνήμη μου, μέσα από τη διαδικασία εγκλωβισμού και απαγόρευσης της κυκλοφορίας των απλών οικογενειών μετά το σούρουπο, όταν ακόμη τα όμορφα βράδια του καλοκαιριού κάτω από τον αττικό ουρανό, ένας αστυνομικός διερχόμενος από τις γειτονιές καλούσε τους κατοίκους να κλειστούν στα σπίτια τους και να μη κάθονται ούτε στις αυλές των πολλων μονοκατοικιών των φτωχών προσφυγικών προαστίων της Αθήνας. Παιδιά εμείς τότε παίζαμε και προσπαθούσαμε να κρατήσουμε τον χρόνο, να μην έρθει η νύκτα διότι δε μπορούσε να καταλάβει το φτωχό παιδικό μυαλό μας, εκεί στη Νέα Ιωνία της Αττικής, τι κακό είχαμε κάνει και δεν μπορούσαμε να παίξουμε τα ζεστά καλοκαιρινά βράδυα στη γειτονιά. Κάπου κάπου, κάποιος ενήλικας έλεγε κάτι παράξενα λόγια σαν «εδώ στη Νέα Ιωνία υπάρχουν πολλοί κομμουνιστές και κινδυνεύουμε...» 

Πως αλήθεια να ξέρω εγώ τότε ένα παιδί ακόμη στο δημοτικό σχολείο ή αργότερα στις δύο πρώτες τάξεις του γυμνασίου, τι ήταν οι κομμουνιστές ή ποιό κακό μας απειλούσε από τους ανθρώπους αυτούς... Θυμάμαι ακόμη τα λόγια της μάνας μου... «έλα μέσα, πιάσανε τον τάδε...» Ο τάδε ήταν ένας από τους κομμουνιστές της γειτονιάς... Ηταν ένας καλός άνθρωπος και τα παιδιά του ήταν φίλοι μου, παίζαμε μαζί στη γειτονιά... Το ήξερα τον τάδε εκείνον, όπως και τον άλλον τάδε λίγα σπίτια πιο πέρα και ξαφνικά αυτοί οι τάδε εξαφανίστηκαν από τη γειτονιά και τα παιδιά τους ήταν κι αυτά επικίνδυνα και δεν έπρεπε να κάνουμε παρέα μαζί τους... Αχ... η καϋμένη η Μυρσίνη η παιδική φίλη και συμμαθητρια , τώρα πια δεν είναι στη ζωή , ούτε ο Μανώλης ο αδελφός της ... Πέθαναν πολλά χρόνια αργότερα από την κακή αρρώστια... Ομως μεγάλωσα κι εγώ, και θυμάμαι έναν φαλακρο άντρα πάντα μπροστά σε σκάμματα με ένα μυστρί να τον βλέπω κάτι να κάνει να σηκώνει λάσπη στην ασπρόμαυρη οθόνη της τηλεόρασης... Και όταν γιόρταζε ο θείος μου στο Χαλάνδρι (πέθανε και αυτός) να συζητούν για τα επιτεύγματα του ανθρώπου αυτού κάποιοι συγγενείς του, που ήταν λέει της «επανάστασης». Καλοί άνθρωποι έλεγαν ήταν αυτοί της επανάστασης και πολλά έργα έκαναν στην πατρίδα μας... Αφού ήταν τόσο καλοί άνθρωποι για ποιό λόγο έστειλαν στην εξορία κείνον τον Κο «Τάδε» τον μπαμπά της Μυρσίνης και του Μανώλη; Μέσα στο παιδικό μου μυαλό, χόρευαν τρελλό χορό οι καλοί με τους κακούς ανθρώπους και εγώ έψαχναν να βρώ ποιοί ήταν οι καλοί και ποιοί οι κακοί... Ακρη δεν έβρισκα...
Τότε μέσα από το σχολείο, γνώρισα και δύο καινούργιες λέξεις ... την εξορία και τον εξοστρακισμό. Ο δάσκαλος μου, ο Κος Τσεκούρας, θεός σχωρέστον και αυτόν... μας μάθαινε ότι εξόριζαν σπουδαίους άνδρες οι αρχαίοι παρόλο ότι πρόσφεραν πολλά στην πατρίδα τους.... πολέμησαν, κέρδισαν δύσκολες μάχες με Πέρσες και άλλους εχθρούς και μετά οι Αθηναίοι τους εξόρισαν, γιατί ήταν κακοί... Ετσι και ο γείτονας μου, ο κύριος «Τάδε» εξορίστηκε και αυτός (μου τόπε σιγά και κρυφά η μαμά μου και με έκανε να φιλήσω σταυρό ότι δε θα το πώ πουθενά)... και εγώ δε τόπα πουθενά... ούτε στη Μυρσίνη γιατί λέει ο μπαμπάς της δεν υπέγραφε... να υπογράψει τί;... τόλμησα και τη ρώτησα... «ένα χαρτί» μου απάντησε... αμα το υπέγραφε μου είπε η Μυρσίνη, θα τον άφηναν και θα ερχόταν πάλι σπίτι... Και γώ πάλι με τη σειρά μου, σκεφτόμουν ότι αφού δεν το υπέγραφε νάρθει πίσω στα παιδιά του, άρα ήταν κακός και δε τα ήθελε... Και έτσι στο παιδικό μου μυαλό εκεί στα τέλη της δεκαετίας του ’60 κακοί ήταν όσοι δεν υπέγραφαν το «χαρτί» και καλός ο δάσκαλος μου ο Κος Τσεκούρας, που υπέγραφε πάντα το τετράδιο μου, κάτω απο τον βαθμό μου. 
Καλός ήταν και ο κύριος με το μυστρί στο παιδικό μου μυαλό και μάλιστα μια φορά τον είδα και στο Παναθηναϊκό στάδιο... Μας πήρε ένα πούλμαν μια μέρα από τη Νέα Ιωνία, όλους μαζί (ήταν υποχρεωτικό μας είπαν) και μας πήγαν σε ένα μεγάλο μαρμάρινο στάδιο, ήταν είπαν αρχαίο και αυτό... Ετσι έγινε η πρώτη γνωριμία με το Καλλιμάρμαρο Παναθηναϊκό στάδιο... Μέρες δόξας και μεγαλείου ζωντάνεψαν μπροστά μου και όλοι εκείνοι που είχα μάθει στο σχολείο έκαναν παρέλαση για χάρη μου και ένας πλήθος να ζητωκραυγάζει και να ουρλιάζει όταν περνούσε από μπροστά τους έφιππος ο Μεγαλέξανδρος , οι Μυρμιδόνες , ο ίδιος ο Αχιλλέας στο άρμα του με τις λαμπρές στολές τους και μετά όλοι αυτοί χόρευαν τσάμικο με τον Κολοκοτρώνη και το πλήθος επευφημούσε την επανάσταση και το λαμπρό της έργο....


Η υπογραφή και το μυστρί.... (Μέρος 2ο)

Αναρωτιέμαι, μεγαλώνοντας και πατέρας πλέον δύο παιδιών ενός ενηλίκου και ενός σχεδόν για λίγους μήνες επίσης ενηλίκου, μήπως θα έπρεπε να δίνουμε μεγαλύτερη σημασία, στις μνήμες ενός παιδιού από την μικρή του ηλικία και να μην υποτιμούμε καθόλου την κρίση του. Ο ενήλικος εγωϊσμός μας και εγωκεντρισμός μας, όμως δεν αφήνει πάντα τα απαιτούμενα περιθώρια για κάτι τέτοιο και σε κάθε περίπτωση αξιολογούμε αυτή την παιδική κρίση και θεώρηση της ζωής αναφορικά με το περιβάλλον ενός παιδιού τόσο το οικογενειακό όσο και το ευρύτερο κοινωνικό, σε σχέση με εμάς τους ίδιους, είτε ως γονείς ή ως παρεπιδημούντες το οικογενειακό περιβάλλον του παιδιού μέσω οποιασδήποτε σχέσης φιλικής ή συγγενικής.

«Τότε έγινε αυτό... μας έβαζαν μέσα στα σπίτια νωρίς το απόγευμα...» έλεγε η συγχωρεμένη η μάνα μου, συχνά πυκνά αναφερόμενη στα γεγονότα της επταετίας της χουντικής διακυβέρνησης της Ελλάδας και συμπλήρωνε «Μικρός ήσουνα δε θα θυμάσαι...» 
Οι παιδικές μνήμες, σε μεγαλύτερες ηλικίες όμως, όσο ο κόσμος και τα ενδιαφέροντα του μικραίνουν γύρω μου, επιστρέφουν και μπαίνουν σε νέα διαδικασία ανάλυσης, εκτίμησης και διαχείρισης. Στα χρόνια της εφηβείας μου και της μετεφηβικής ηλικίας, τα «δημιουργικά» χρόνια, η γνώση του κόσμου, της πολιτικής, της κοινωνίας, της πόλης μου και μετέπειτα η πρωτόγνωρη εμπειρία της δικης μου οικογένειας και του μεγαλώματος των δικών μου παιδιών απορροφούσε το ενδιαφέρον μου και προσέθετε νέες εμπειρίες και νέες γνώσεις και οτιδήποτε η ζωή και η καθημερινότητα της ερχόταν να προσθέσει στο συναισθηματικό μου πεδίο. Η διαμόρφωση της προσωπικότητας μου, χωρίς ποτέ να ολοκληρώνεται, ήταν σε μια διαδικασία εξελικτική και δεν σταμάτησε ούτε μέχρι σήμερα και πιστεύω ότι μόνο η γεροντική άννοια έρχεται να την σταματήσει μαζί με την βιολογική φθορά της ζωής.


Στο Καλλιμάρμαρο λοιπόν, έζησα τις πρώτες στιγμές μεγαλείου και εθνικής δόξας και όλη η Ελληνική Ιστορία, γεμάτη ήρωες και νικηφόρες μάχες πέρασε μπροστά από τα μάτια μου σαν Χολλυγουντιανή υπερπαραγωγή. Οι φωνές και οι ζητοκραυγές του αλαλάζοντος πλήθους της νέας ρωμαϊκής αρένας με παρέσυραν και θάμπωσαν τα μάτια εκείνου του παιδιού που ο γνωστικός τομέας του, περιορίζονταν στα στενά όρια της προσφυγικής συνοικίας της Αθήνας, στον Αη Βασίλη του ΜΙΝΙΟΝ τα χριστούγεννα και στο προαύλιο του 1ου Δημοτικού Σχολείου της Νέας Ιωνίας. Η Κα Φρόσω και ο Κος Τσεκούρας ήταν οι δύο δάσκαλοι του σχολείου στις μικρές και μεγάλες τάξεις και ο χάρακας που μελάνιαζε τις παλάμες μας, όταν ήμασταν ανυπάκουοι μαθητές ή απλά ήμασταν η αλήθεια μας... δηλαδή μικρά παιδιά
Η κακοποίηση μας στα πλαίσια της χριστιανικής αρετής και της πολιτικής της χούντας των συνταγματαρχών υπό το σύνθημα «Ελλάς Ελλήνων Χριστιανών», ήταν μέρος της εκπαίδευσης μας ως Ελλήνων χριστιανόπαιδων και το κερασάκι στην τούρτα ήταν ο τακτικός δεκαπενθήμερος εκκλησιασμός μας στον παρακείμενο ναό των Αγίων Αναργύρων Νέας Ιωνίας και μετέπειτα καθεδρικό μητροπολιτικό ναό της Ιεράς Μητροπόλεως Νέας Ιωνίας – Φιλαδελφείας, Ηρακλείου και Χαλκηδόνος. Η επάλειψη με λάδι από το ιερό καντήλι των αγίων και θαυματουργών ιατρών Αναργύρων, ήταν η θεραπεία για τις μελανιές στις παλάμες μας από τον χάρακα των δασκάλων, παράλληλη με τη νουθεσία του Αρχιμανδρίτη πατέρα Ναθαναήλ, ο οποίος επαναλάμβανε σε κάθε παιδί μετά την επάλειψη... «Να είσαι καλό παιδί, να μη το ξανακάνεις...» Μετά τον εκκλησιασμό, επιστρέφαμε στις τάξεις της διδασκαλίας μας, στα θρανία μας ατενίζοντας την διδασκαλική έδρα και υπεράνω της τις φωτογραφίες του δικτάτορα Παπαδόπουλου, με το αυστηρό του βλέμμα και το μυστάκιον, να μας υπενθυμίζει την ακριβή μας θέση ως υπάκουους μαθητές. Ο ίδιος αντιπρόσωπος του Θεού και της πατρίδας και ο δάσκαλος ή η δασκάλα μας σε ρόλο ιερέων του ναού της καθηγούμενης από τον ίδιο γνώσης. Ο Μίμης και η Ελλη, παίζανε το τόπι τους στην εξοχή και εγώ το μολύβι μου πάνω στο θρανίο, ταξιδεύοντας με τη φαντασία μου σε κάμπους με ανθισμένες αμυγδαλιές παίζοντας το τόπι μου και ζώντας το πρώτο μου «ερωτικό» σκίρτημα τη Βάνα. Η αμυγλαδιά στη θέση της και η Βάνα στην εξοχή με το κατακόκκινο φόρεμα της να πετάει το τόπι στο μέρος μου, να μου χαμογελάει και να γυρίζει το πρόσωπο της αλλού τρέχοντας να μαζέψει μαργαρίτες και παπαρούνες να στολίσει τα πλούσια μαύρα της μαλλιά. Από πλούσια οικογένεια της περιοχής η Βάνα, ψηλή, μελαχροινή, όμορφη κόρη και εγγονή προσφύγων της περιοχής μας και ο μπαμπάς της είχε βιοτεχνία. Τάχε λέγανε καλά με το καθεστώς και όλοι τον σέβονταν ή απλά ... τον φοβούνταν. Ετσι λέγανε στο σπίτι, οι γονείς μου πάντα ψιθυριστά και χαμηλόφωνα για να μην ακούω ... Οχι για να μη ξέρω, αλλά να μη με ενοχλούν απο το διάβασμα μου. Και η Βάνα, η κόρη εκείνου που τάχε καλά με το καθεστώς, ψηλωνε διαρκώς ενω εγώ ήμουν πάντα κοντούλης και ούτε να γυρίσει να με κοιτάξει. Κείνη κοίταζε τον πιό ψηλό, τον Λευτέρη που ήταν γιός εργοστασιάρχη και μετά έγινε και κείνος δικηγόρος. Δεν τον παντρευτηκε όμως αλλά παντρεύτηκε, μόλις έβγαλε την μπλέ σχολική της ποδιά τελειώνοντας το Λύκειο, κείνον τον άλλον... δε θυμάμαι πως τον λένε, γιατί ποτέ δεν ήθελα ν αναφέρω το όνομα του, αφού δεν ήμουν εγώ στη θέση του... και κείνος ήταν χοντρός και κοντός και άσχημος και είχε όλα τα κακά της μοίρας του.... 
Ενας μικρούλης ερωτικός ρατσιστής εγώ, θύμα ενός ανεκπλήρωτου έρωτα κακεντρεχής καμάρωνα, ψηλός πλέον και λεπτός και λυπόμουνα την καϋμένη τη Βάνα που παντρεύτηκε κείνον τον ακατανόμαστο και ας στεκόταν δίπλα στον Παττακό με το μυστρί ο πατέρας της σε κάθε έργο που γινόνταν στην περιοχή. Ο Νικολάκης και η Βαγγελίτσα ήταν αδέλφια και παιδικοί μου φίλοι, μένανε δίπλα μου στο προσφυγικό με τα τέσσερα σκαλιά που οδηγούσαν στη κουζίνα του και περνούσαμε τα μεσημέρια του καλοκαιριού κάτω απο τη μουριά της αυλής του, συζητώντας πόσο σπουδαίος άνθρωπος ήταν κείνος με το μυστρί... Για μας επειδή φορούσε γραβάτα ήταν σαν τον εργολάβο της πολυκατοικίας που χτίζονταν κοντά στην αγορά γιατί και κείνος κρατούσε μυστρί... Και κείνος με το μυστρί και άλλοι πολλοί που ήταν μαζί του, στείλανε τον πατέρα της Μυρσίνης στην εξορία ...
Συνεχίζεται...

Ο Κος Γιώργος ο μπαμπάς του Νικολάκη και της Βαγγελίτσας (θεός σχωρέστον) και η Κα Ειρήνη η μαμά τους (καλή της ώρα αν ζεί αν όχι καλή ανάπαυση όπου και νάναι), ήταν άνθρωποι του μεροκάματου. Παπούτσια έκαναν ,εργάτες σε μια μικρή βιοτεχνία και ύστερα ένα μικρό εργαστήρι στην αποθήκη του προσφυγικού σπιτιού. Ακόμη θυμάμαι τα Σαββατοκύριακα του χειμώνα που χωνόμασταν όλοι σ εκείνο το εργαστήρι, με μια παλιά ξυλόσομπα να καίει, στη πίσω αυλή. Ενας μικρός παράδεισος, για τα μας τα παιδιά, που παίζαμε δίπλα στους μεγάλους και ζεσταινόμασταν από τη ξυλόσομπα ενώ έξω έβρεχε ή πολλές φορές χιόνιζε. 
Χρήματα για να πάμε κάπου δεν υπήρχαν, που και που κάνα σινεμά για να δούμε ταινίες του Ξανθόπουλου και να κλαίμε μαζί με τους πρόσφυγες πρώτης γενιάς για χαμένες πατρίδες που τώρα όμως θα τις ξαναπαίρναμε πίσω μαζί με την Αγιά Σοφιά και την μεγάλη εκκλησία του Χριστού, το Τάμα του Παπαδόπουλου, που θα ήταν τεράστια και στο μέγεθος της Αγιάς Σοφιάς. Μάζευε λοιπόν λεφτά το καθεστώς της χούντας της Ελλάδας, για το τάμα, εκατομμύρια δραχμές τότε, πολλά λεφτά και δίναμε όλοι στην εκκλησία για το σκοπό αυτό, θυμάμαι τα κουτάκια που υπήρχαν και μας έλεγαν για το «τάμα». Τελικά, τα εκατομμύρια φαινεται ότι μαζεύτηκαν και μάλιστα στη τελευταία τάξη του δημοτικού σχολείου, μας είχαν πάει εκδρομή τότε το 1971 με λεωφορείο, πάνω στη κορυφή των Τουρκοβουνίων στην Αθήνα, για να δούμε την αλάνα που θα κτίζονταν ο ναός του Χριστού. Ενα πολύ όμορφο μέρος και ήταν η δεύτερη φορά που έβλεπα την Αττική από τόσο ψηλά και μια ακόμη φορά από την Ακρόπολη, πάλι με το σχολείο. Ομορφα ήταν εκεί πάνω και με τα παιδικά μου μάτια φανταζόμουνα μια μεγάλη εκκλησία σαν την Αγιά Σοφιά , να τη βλέπεις από παντού και τους ψιλολιγνους μιναρέδες της να τρυπούν τον ουρανό της Αττικής. Τότε η μόνη εικόνα που είχα σαν παιδί από την Αγιά Σοφιά, ήταν μια φωτογραφία στην εγκυκλοπαίδεια και άλλη μια στο σχολείο που την έδειχναν με μιναρέδες. Δεν το είχα ξεκάθαρο στο μυαλό μου, ότι θα μπορούσε νάταν χωρίς μιναρέδες. Αφού λοιπόν η εκκλησία του Τάματος θάταν μεγάλη σαν την Αγιά Σοφιά και ίδια, άρα θα είχε και κείνη μιναρέδες.
Πολύς κόσμος θα μαζεύονταν στα εγκαίνια του μεγάλου ναού, της Αθήνας, του Τάμαος. Πήρα ένα κομμάτι χαρτί και μολύβι και άρχισα να κάνω σκίτσα με τον ναό και ατέλειωτο πλήθος κόσμου γύρω του εκει ψηλά στο βουνό, τη μέρα των εγκαινίων του. Ομως τελικά, όπως αργότερα έμαθα αλλά πλέον και ο ίδιος κατάλαβα μετά από ένα περίπου χρόνο όταν ήμουν στο γυμνάσιο, τα μόνα εγκαίνια που θάβλεπα από τον ναό θάταν εκείνα στο κομμάτι χαρτί που ζωγράφισα.


Αδικα περιμέναμε εκείνα τα χρόνια με τους φίλους μου το Νικολάκη και τη Βαγγελίτσα, να πάμε στα θεμέλια του ναού, να δούμε τον Παττακό με το μυστρί να ρίχνει λάσπη για τον ναό. Ο ναός αυτός ποτέ δεν έγινε και όσο για τα χρήματα που μάζευαν εκείνοι οι άνθρωποι της κυβέρνησης, ποτέ κανείς δεν έμαθε τι απέγιναν... 






Με τούτα και με κείνα, πέρασε και το καλοκαίρι του 1971 και Σεπτέμβριος πιά, μετά από επιτυχείς εισαγωγικές εξετάσεις, αξιώθηκα και ήμουν μαθητής στο Α΄ Γυμνάσιο Αρρένων Νέας Ιωνίας Αττικής στα Πευκάκια. Το τμήμα Α1 θα πήγαινε σε μια μεγάλη αίθουσα στο βάθος στο ισόγειο δίπλα στο σπίτι του επιστάτη. Μεγάλη η αίθουσα και λίγο καταθλιπτική, με την φωτογραφία του ηγέτη της επανάστασης και το πουλί που καίγονταν και πιό πέρα η ίδια ρεκλάμα «Ελλάς Ελλήνων Χριστιανών» και τίποτα θαρρείς και δεν άλλαζε από το δημοτικό σχολείο, εκτός από την αυξημένη αυστηρότητα των καθηγητών. Λίγο παραπάνω τρόμος και μια εφηβεία που ερχόταν με άγριες διαθέσεις και έπρεπε οι αξιότιμοι καθηγητές μας, ο γυμναστής μας για παράδειγμα με φιλικό ύφος αλλά με δυνατό χέρια που τα σκαμπίλια του, έκαναν το κεφάλι μας να γυρίζει μιά ώρα. Ο κύριος Κωνσταντινίδης (ο Ζϊγκος) ένας παππούς που μας έκανε μαθηματικά και τον τρέμαμε επίσης όλοι καθώς και ο Κος Ηλιάδης ο γυμνασιάρχης μας, που ήταν Θεολόγος. Θρησκευτικά μας έκανε άλλος καθηγητής και μας έστελναν υποχρεωτικά για εξομολόγηση κάθε Πάσχα και Χριστούγεννα στον ιερέα της ενορίας που ανήκε το σχολείο. Πέμπτη ήταν η μέρα αυτή και φυσικά η επίσημη αιτιολογία ήταν... Είστε Ελληνες, είστε χριστιανοί, και πρέπει τις άγιες μέρες με καθαρή ψυχή να λάβουμε σώμα και αίμα Χριστού (η υποχρεωτική τότε θεία κοινωνία). Ποιός μπορούσε να αντιλέξει τότε σε ότι διέταζαν οι καθηγητές; Ποιός μπορούσε να αρνηθεί ή να πεί την άποψη του; 
«Ασχολείσαι με τα γεννητικά σου όργανα;» ήταν εκείνη η ερώτηση σόκ που για πρώτη φορά μου έκανε ο παπάς στην εξομολόγηση... Βέβαια κάπως αλλιώς τη διετύπωσε δε θυμάμαι, αλλά αυτή ήταν... Αυτό ήταν και το σόκ εκείνης της μέρας και εκείνο που τότε δεν κατάλαβα... τιιι;; ρώτησα δειλά τον ιερέα, που ήταν γνωστός του καθηγητή και του σχολείου και που φοβόμουνα ότι οτιδήποτε και να του έλεγα θα το έλεγε στον καθηγητή και εκείνος στους γονείς μου ή δε ξέρω που αλλού. Ο ιερέας με κοίταξε δε μίλησε... δε ξαναρώτησε τίποτα... χαμογέλασε, κάτι μουρμούρισε και μου είπε, ΟΚ να πάω να μεταλάβω... Αργότερα μετά από καιρό κατάλαβα τι με ρώτησε κείνη τη μέρα... Δε του κράτησα κακία... δε μίλησα... μακάρι σκέφτηκα ο Θεός τον οποίο εκπροσωπούσε κείνη τη μέρα, ως πολυεύσπλαχνος και μεγαλόψυχος να τον συγχωρούσε για την αγένεια του... 
Συγχωρέθηκε και ο ιερέας, εγώ φοβήθηκα και δε ξαναπήγα στην εξομολόγηση και προχωρούσε κανονικά η πρώτη τάξη του γυμνασίου, τα αγγλικά του φροντιστηρίου και τα καλοκαίρια στο Μαραθώνα, όπου ερχόνταν όλοι εκείνοι οι φίλοι και συγγενείς του θείου μου του μακαρίτη και μιλούσαν για το πόσο καλός άνθρωπος ήταν εκείνος με το μυστρί και πόσα έργα έκανε για την Ελλάδα... Και ο κακός ο μπαμπάς της Μυρσίνης, ήταν μόνιμα εξορία (άραγε ήταν φυλακή; Τι ήταν αυτή η εξορία;) σε κάποιο νησί του Αιγαίου... Κακός άνθρωπος και δεν υπέγραφε το χαρτί και τα παιδιά του ήταν ήδη στο Γυμνάσιο. Δύο χρόνια πιο μεγάλος ο Μανώλης από μένα και η Μυρσίνη, η συμμαθήτρια μου και αυτή πρώτη γυμνασίου αλλά στο θηλέων... 
Η «επανάσταση» οδηγούσε εν τω μεταξύ την χώρα στην πρόοδο και την ευημερία...
Συνεχίζεται...


Η ζωή στο δημοτικό και  εκείνη η μυρωδιά από το πληγούρι. Δίπλα στο δημοτικό σχολείο, ήταν το συσσίτιο που πηγαίναμε και τρώγαμε όλα τα παιδιά της γειτονιάς κάθε μεσημέρι και κείνη η μυρωδιά του βρασμένου σταριού, πληγούρι το λέγανε, ροκανίζει ακόμη τα σκοτεινά τούνελ της μύτης μου και μου φέρνει ανακατοσούρα στο στομάχι. Νηστικός πήγαινα στο συσσίτιο και νηστικός γύριζα όταν είχε πληγούρι. Η κυμαδόπιττα που μου έφερνε στο διάλειμμα του σχολείου ο πατέρας μου κάθε μέρα ήταν πολλές φορές το μοναδικό φαγητό της μέρας που κάποιες φορές τέλειωνε το βράδυ μετά το διάβασμα με ένα πιάτο ζεστές πατάτες τηγανιτές από τα χέρια της μανούλας μου. Τώρα πια στο γυμνάσιο αλλά κάποιες συνήθειες έμειναν σαν σταθερές αξίες για πολλά πολλά χρόνια όπως οι τηγανιτές πατάτες της μαμάς , το βράδυ κοντά στα μεσάνυχτα...
«Πάλι θα με βάζεις να τηγανίζω...» έλεγε δήθεν διαμαρτυρόμενη, ενώ ήδη τις είχε μισοκαθαρίσει σχεδόν και στο τηγάνι έκαιγε το λάδι... Μάνα....
«Αγαπημένα μας αδέλφια , από υγεία είμαστε καλά και το ίδιο επιθυμούμε και για σας....» και στο τέλος έκλεινε ο φάκελλος της μοίρας.. Της ίδιας εκείνης μοίρας που περίμενε γελώντας ειρωνικά, την ματαιόδοξη πορεία της ζωής μου και τόσων άλλων που νομίσαμε ότι τίποτα δε θα μπορούσε να την αλλάξει. Εκείνη η μοίρα που έκλεισε τη ζωή μας σε ένα φάκελο και το ταχυδρομείο τον έστειλε στον Αυστραλία. Περιεχόμενο του η ίδια η ζωή μου... Κλείνοντας το φάκελλο και έχοντας ήδη αρχίσει να μαθαίνω Αγγλικά, «εεεε... πια μεγάλωσες, Πέμπτη δημοτικού πάς» έγραφα στη θέση του παραλήπτη «Mrs. Irini Gavrielidis, 91 Dennis St. Northcote, Melbourne,Vic 3070, Australia». Και έφευγε ο φάκελλος το μακρυνό του ταξίδι, αφού πρώτα πάνω από τον αποστολέα έμπαινε το γραμματόσημο... μια εικόνα ενός στρατιώτη που έβγαινε μέσα από την φωτιά και γύρω και πάνω του ένα μεγάλο πουλί ... Φοίκινα τον έλεγαν, το έμαθα αργότερα. Κάτω από τον στρατιώτη έλεγε «Ελλάς, Ελλήνων, Χριστιανών»...
Η ζωή στο γυμνάσιο ήταν και μια διέξοδος από τις ώρες της φτώχειας της γειτονιάς. Εκείνη η σόμπα πετρελαίου, άναβε τις κρύες μέρες και νύχτες του χειμώνα και μπήκε και ένα γκρίζος ραβδωτός γάτος στη ζωή της οικογένειας. Μόνιμα κουλουριασμένος στα πόδια μου ή στην αγκαλιά μου, ο γάτος .. Ο Τζώνης... και οι τακτικές επισκέψεις της θείας της Φωφώς στο σπίτι, εκείνης που ο άντρας της είχε συγγενείς τους φιλοκαθεστωτικούς. Πάντα κάτι έλεγε μουρμουριστά και έβριζε το καθεστώς και πολλές φορές μιλούσαν με τον πατέρα μου στα Τούρκικα για να μη καταλαβαίνουμε οι υπόλοιποι. Ηταν και οι δύο γεννημένοι και μεγαλωμένοι στην Κωνσταντινούπολη, οπότε είχαν μεγαλώσει στους Τουρκομαχαλάδες του Φαναριού, που στα χρόνια τους ανθούσε ακόμη το Ελληνικό στοιχείο. Αργότερα έμαθα ότι ήταν Βενιζελικοί και οι δύο τους πάντως για το παιδικό ακόμη μυαλό μου, αυτό το Βενιζελικοί, που μου ακούγονταν σαν αρρώστια δεν είχε κάποια σημάδια. 
Ευτυχώς που οι γονείς μου δεν ήταν κομμουνιστές σκεφτόμουνα σαν τους γονείς άλλων παιδιών και δεν τους πήραν στα νησιά να μείνω μόνος μου. Ομως τι ήταν αλήθεια; Γιατί ποτέ δεν έλεγαν κάτι για τα καλά που έκανε η κυβέρνηση αλλά απέφευγαν κάθε κουβέντα και μυστικά τα βράδια στα σκοτάδια ο μπαμπάς μου έβαζε ραδιόφωνο και άκουγε...
«Εδώ Λονδίνο, ακούτε την Ελληνική υπηρεσία του BBC..» Εκείνοι πάλι από το Λονδίνο, έλεγαν, έλεγαν και η μητέρα μου έλεγε και κείνη.. «Πιο σιγά θα βρούμε κάνα διαολομπελά ... και συ Γιώργο μιλιά για το τι κάνουμε στο σπίτι μας... Θα σε τσακίσω αμα πείς κουβέντα»
Στη μούγκα λοιπόν εγώ, αν και στο σχολείο, που και πού άκουγα καινούργιους και παλιούς συμμαθητές να μιλάνε για τα νέα από τα ραδιόφωνα του Λονδίνου που άκουγαν στα σπίτια τους. Στο φόβο του τσακίσματος όμως, που ήξερα τι σήμαινε (παντόφλα), σώπαινα και δε μιλούσα καθόλου...
Και τότε ήρθε και το ατύχημα. Ο μπαμπάς έκοψε το δάκτυλο του στο εργοστάσιο που δούλευε στο Λουτράκι και δεν μπορούσε να ξαναεργαστεί, είχε και τα χρόνια του και βγήκε στη σύνταξη. «Τώρα τα λεφτά, είναι πιο λίγα και πρέπει να κάνουμε οικονομία...» έλεγε και ξανάλεγε η μάνα μου και σε μένα και εγώ σκεφτόμουνα ότι δε θα μπορούσα να ξαναγοράσω τα αγαπημένα μου αυτοκινητάκια της Matchbox ενώ η θεία μου μου συνιστούσε ότι έπρεπε επίσης να προσηλωθώ περισσότερο στη μόρφωση και μια μέρα κατέφθασε στο σπίτι με τρείς τόμους βιλβία κόκκινα «ΤΗΕ OXFORD DICTIONARY» Ομορφα ήταν, αλλά όλο γράμματα και χιλιάδες εκατομμύρια λέξεις και ούτε μία ζωγραφιά. Μπήκαν και αυτά στη βιβλιοθήκη και παραμένουν σαν αρχαία μνημεία ή εικαστικά δρώμενα άλλης εποχής εκεί μέχρι σήμερα ακόμη στην Ελλάδα.
Απέκτησα καινούργιους φίλους στο γυμνάσιο, που με μερικούς είμαστε ακόμη φίλοι και τους αγαπώ από τότε και σκέπτομαι ότι ήδη έχουν περάσει σαράντα χρόνια και βάλε, όμως οι αληθινές φιλίες κρατούν και η αγάπη επίσης. Τα χρόνια της εφηβείας μας είναι τα χρόνια της πραγματικής ζωής, τα χρόνια που δημιουργούνται και ωριμάζουν τα συναισθήματα και τα αισθήματα, τα χρόνια της έρευνας και του καινούργιου. Εκει λοιπόν κάπου στις αρχές της δεκαετίας του 70 αγόρασε ο μπαμπάς του Νικολάκη και της Βαγγελίτσας και την πρώτη τους τηλεόραση. Εμένα πάλι όχι γιατί πίστευαν ότι θα μου έκανε κακό στις σπουδές μου... Ούτε τα κλάμματα μου, ούτε τίποτα δεν τους έπεισαν... ή απλά αντιδρούσαν στην ψυχολογική πίεση που ένιωθαν, μεταξύ της αγάπης και της αδυναμίας για το μονάκριβο παιδί τους και την εκτέλεση της επιθυμίας τους και της οικονομικής αδυναμίας για να κάνουν την για εκείνη την εποχή «πανάκριβη» αγορά..
«Ο Αγνωστος Πόλεμος».... Ο συνταγματάρχης Βαρτάνης από την ΥΕΝΕΔ μπήκε στη ζωή όλων μας..




Η υπογραφή και το μυστρί (Μέρος 5ο)

Ο συνταγματάρχης Βαρτάνης και άλλοι πολλοί ήρωες στη τηλεοπτική σειρά, ζούσαν στην τηλεόραση στιγμές εθνικής έξαρσης και ηρωϊσμού, αντίστασης και άλλων πολλών καταστάσεων με αρκετή δόση έρωτα και συναισθηματικής έπαρσης. Πόσο μπορούσαμε δεκτατριάχρονα παιδιά να κατανοήσουμε όλα αυτά παρέμεινε ένα μεγάλο ερωτηματικό, που ίσως δεν απαντήθηκε ποτέ. Στον αντίποδα ο στριφνός χαρακτήρας στο μεγάλο πολυετές τηλεοπτικό σήριαλ «Πέϋτον Πλέις» του γέρο Πέϋτον, απείχε αρκετά από τον κεντρικό ήρωα του γνωστού μυθιστορήματος της αμερικανίδας Γκρέης Μετάλλιους με τον ομώνυμο τίτλο. Παθιασμένοι ή ξεπερνώντας την πλήξη και ανία της έλλειψης ουσιαστικών πνευματικών δρώμενων της εποχής οι γονείς μας στήνονταν μπροστά στη τηλεόραση ή σε όποιο σπίτι ειχαν για να παρακολουθήσουν τα δύο αυτά σήριαλς μαζί και τα παιδιά και η προβολή της κάθε μιας σειράς ήταν το γεγονός της εβδομάδας. Η αποστασιοποίηση από τα μεγάλα προβλήματα της εποχής και από τη στέρηση της ελευθερίας έκφρασης διαρκούσε όσο και η τηλεοπτική σειρά, ενώ την εποχή εκείνη ανθούσε ο Ελληνικός κινηματογράφος με ιστορίες και θέματα από την καθημερινή ζωή, αφιστάμενα ποσώς από τα πραγματικά προβλήματα του λαού. Χαρακτηριστικό των θεμάτων της κινηματογραφικής εποχής ήταν η φτώχεια, ο έρωτας, η πλούσια νύφη ή γαμπρός και η Τασσώ Καββαδία πάντα στο ρόλο της στρίγγλας πλούσιας πεθεράς.
Ο Νίκος Ξανθόπουλος ίνδαλμα ακόμη της εποχής εκείνης γέμιζε τις κινηματογραφικές αίθουσες στη προσφυγική Νέα Ιωνία και έξω από το σινεμά «Ριάλτο» γινόνταν διαδήλωση για ένα εισιτήριο στις ταινίες με θέμα την προσφυγιά και την ταινία «Η Οδύσσεια του ξεριζωμένου». Ποιός δεν έκλαψε αλήθεια, όταν παραλίγο να τον κατασπαράζει εκείνη η άσκημη πλαστική αρκούδα. Αλλά ο Νίκος λεβεντόπαιδο από τη Νέα Ιωνία, τη νίκησε, την έλιωσε, τη σάρωσε και μετά συνάντησε τον κλωνοποιημένο πατέρα του, που παρόλη την ομοιότητα δεν κατάφερε να τον αναγνωρίσει αμέσως.
Από το χέρι της η μάνα μου με έσερνε μαζί με όλους τους πρόσφυγες πρώτης γενιάς και κλαίγαμε όλοι μαζί μικροί και μεγάλοι για το άδικο και τη φτώχεια, για τον καϋμό της Μάρθας Βούρτση, μέχρι που ήρθε το έτος 1971 και 1972 και εγώ πλέον γυμνασιόπαιδο, έπρεπε να μυηθώ στον κόσμο του πλούτου, τη πλασματική ευτυχία που χαρίζει το χρήμα και να μακαρίζουμε όλοι μαζί τη καλή μας τύχη που μας γέννησε φτωχούς αλλά ευτυχισμένους.
Η πολιτική της δικτατορίας των συνταγματαρχών ήταν εκείνη (το κατάλαβα αργότερα αυτό) που έπρεπε να παρουσιάζει μια Ελλάδα ευημερούσα και άκρως τουριστική και βρέθηκαν πρόθυμοι σκηνοθέτες και παραγωγοί να το κάνουν αυτό. Ομορφες ηθοποιοί υπήρχαν και αν δεν υπήρχαν βάζαμε στη ταινία κάνα δύο ξέμπαρκες τουρίστιες βόρειες ξανθές και καλλίγραμες και έτσι συμπληρωνόταν το κάστ. Η δική μας Ελενα Ναθαναήλ, το απόλυτο Ελληνικό θηλυκό παρέα με τον μεγάλο και έμπειρο εραστή Αγγελο Αντωνόπουλο και μια ξανθιά ξεπλυμένη, έψαχναν στη Μύκονο να βρούν ο ένας τον άλλον και φυσικά κυριαρχούσε μέσα στη χλιδή και στον πλούτο η απόλυτη μοναξιά και το ανικανοποίητο από τους ανθρώπους που είχαν τα πάντα. 



«Ο κύριος Βεργής;» «Μάλιστα» απαντούσε ο Αντωνόπουλος.. «Τζζζζένη» είπε η Ναθαναήλ και έπεσε στην αγκαλιά του ερωτικού της πεπρωμένου... 
Η ηλιθιότητα και η απαξίωση της ανθρώπινης λογικής και αξιοπρέπειας μέσα από μια σουρεαλιστική σκηνή γίνεται το απόλυτο κάλτ της εποχής εκείνης. Αλλά αυτή ήταν η πολιτική της κυβέρνησης της Ελλάδας των Ελλήνων Χριστιανών... σκοταδισμός και αποβλάκωση με όργανο τη «τέχνη».
Ετσι ο παραγωγός Κλέαρχος Κονιτσιώτης και ο σκηνοθέτης Ερρίκος Ανδρέου, θησαύριζαν και εμείς τα φτωχοντυμένα παιδιά από τις εργατικές συνοικίες με ένα ξεροκόμματο στο στόμα, πηγαίναμε στις γυμνασιακές αίθουσες και ξεδιπλώναμε τα όνειρα μας στον Ομηρο και μετά στο Σοφοκλή πάνω σε ένα ιστό από ηθικές και θεϊκές προσταγές και τις αξίες της δημοκρατίας που ήταν κάπου κρυμμένες μέσα στα ντουλάπια της Αντιγόνης.
Ο εκκλησιασμός συνεχίζονταν κανονικά και υποχρεωτικά κάθε δευτερη Πέμπτη πρωΐ στην εκκλησία της Αγίας Αναστασίας στον Περισσό και το μόνο ευχάριστο ήταν ότι χάναμε τις δύο πρώτες ώρες μαθήματος ειδικά όταν επρόκειτο για τα μαθηματικά.
Τελείωνε το καλοκαίρι του 1973 στις εξοχές του Μαραθώνα και ήδη οι πρώτες φθινοπωρινές σταγόνες μαζί με δυνατές αστραπές και κεραυνούς ειδοποιούσαν τα παιδιά ότι έπρεπε να επιστρέψουν στην Αθήνα γιατί το σχολείο θα ξανάρχιζε και εγώ πιά θα πήγαινα στη Τρίτη Γυμνασίου. Ο φίλος μου ο Νικολάκης θα πήγαινε Τετάρτη και η Βαγγελίτσα πιό μικρή θα πήγαινε στην Πρώτη Γυμνασίου. Τα πρώτα ερωτικά χτυποκάρδια ήρθανε και αυτά με τη σειρά τους και τα μηνύματα γραμμένα πάνω στα θρανία, για να τα δούν τα κορίτσια που θα διαδέχονταν το τέλος της σχολικής μέρας των αγοριών στο Γυμνάσιο. Πλημμύριζαν οι δρόμοι της Νέας Ιωνίας από το χρώμα της μπλέ ποδιάς των κοριτσιών και οι καρδιές πάνω στο θρανίο μου έμεναν για να τις δεί το άγνωστο κορίτσι που θα κάθονταν εκεί στη συνέχεια της σχολικής μέρας μετά από μένα.


Τα γενέθλια μου εκείνη τη χρονιά έμελλαν να σημαδευτούν από άλλα γεγονότα σημαντικά που τα πέρασαν σε δεύτερη μοίρα, όχι ότι τις άλλες χρονιές γινόταν και τίποτα το ιδιαίτερο εκτός από ένα σιμιγδαλένιο χαλβά που έκανε η συγχωρεμένη η μάνα μου πασπαλισμένο με κανέλλα και μοσχομύριζε το σπίτι. Αχ! Ρε μάνα... έφυγες και σύ και θυμάμαι τα λόγια σου.. Πόσο αληθινά ήταν...
«Θα πεθάνω κάποια μέρα και να δώ ποιός θα σου κάνει χαλβά και ντολμάδες γιαλαντζί..» Κανένας μάνα μου, κανένας είναι αλήθεια αυτό.... και κανένας δε μπορεί να αντικαταστήσει τη τεχνική σου... Το παιδί πρέπει να τρώει απο της μάνας τα χέρια... αυτή ήταν και είναι πάντα η συνέχεια του θηλασμού και του απογαλακτισμού... Εξ άλλου, τώρα πια μεγάλωσα και γώ και βλέπω κείνο το περίεργο ευγενικό χαμόγελο του γιατρού όταν λέει , ότι δεν επιτρέπεται να τρώμε το ένα και το άλλο και το πόσο δηλητήριο κακό είναι η ζάχαρη για τον άνθρωπο... Και όμως μ αυτό μεγαλώσαμε γενιές και γενιές εκεί στις γειτονιές του πικρού μεροκάματου της Αθήνας. Ενα κομμάτι βρεγμένο ψωμί, με λίγο λάδι πάνω και μια κουταλιά ζάχαρη... Αυτά διέθετε το κατάστημα και αυτά άντεχαν να γραφούν στο ντεφτέρι του Κυρ Λουκά του μπακάλη και της Κυρά Ρωφύλης... Καραμανλίδικα μιλούσαν αυτοί, μισά τούρκικα, μισά Ελληνικά... Πρόσφυρες έμποροι Πισίδες από τη Σπάρτη της Μικράς Ασίας... 
«Χως Γκελντίμ (καλώς ήρθες) γιαβρούμ, τζιγιέριμ...» έλεγε η Σπαρταλιά κυρά Ρωφύλη και μ΄ έμπαζε κάθε Πρωτοχρονιά από το αχάρακτο να της κάνω ποδαρικό στο μαγαζί γιατί ήμουν ρσενικό παιδί και το πιό καλό της γειτονιάς... και το σπουδαιότερο και οι δύο μου γονείς ήταν εκεί και όχι εκεί στα νησιά εκείνα που πήγαιναν εκείνοι που δεν υπόγραφαν, οι κακοί όπως ο μακαρίτης ο μπαμπάς της Μυρσίνης και του Μανώλη... 
Νοέμβρης του ’73 και κάτι περίεργα χαρτιά κυκλοφόρησαν μια μέρα στο σχολείο και τρέχανε όλοι πάνω κάτω αλαφιασμένοι να μάθουν ποιός τα έριξε και όλες οι τάξεις κάτω στην αυλή του σχολείου και άρχισαν οι καθηγητές μαζί με κάτι αστυνόμους που ήρθαν να μας ρωτούν όλους τους μαθητές που ήμασταν και τι κάναμε.. χθές..
«Προκηρύξεις» είπαν ότι τα έλεγαν..



Εκείνες οι κόλλες χαρτί, τυπωμένες από το τυπογραφείο, έλεγαν διάφορα πάνω τους όπως «φτάνει πιά» «ψωμί, παιδεία, ελευθερία» και καλούσαν όλους τους φοιτητές και μαθητές σε συγκεντρώσεις και απεργίες. Αλλα συνθήματα ήταν «έξω οι αμερικάνοι» «κάτω η χούντα του θανάτου» και έτσι εμπλουτιζόταν το λεξιλόγιο μας και καινούργια νοήματα άρχισαν να συζητούνται στα πηγαδάκια των μαθητών του σχολείου. Κάποια παιδιά ήταν πιο τολμηρά και συζητούσαν μεγαλόφωνα και καλούσαν όλους εμάς τους υπόλοιπους μαθητές να κατέβουμε στο κέντρο της πόλης, στο κέντρο της Αθήνας, εκεί πάνω στο Κολωνάκι, στη Νομική Σχολή που από τις αρχές Νοέμβρη άρχισαν να συγκεντρώνονται φοιτητές όλων των σχολών και να κάνουν κατάληψη της σχολής. Οι καθηγητές στο σχολείο ούρλιαζαν και κυρίως οι θεολόγοι και οι γυμναστές και απειλούσαν ότι θα φέρουν πάλι την αστυνομία και γενικά περισσότερος χρόνος αφιερώνονταν στις συζητήσεις, στα ουρλιαχτά και στις απειλές παρά στα μαθήματα. Βέβαια, με τα κενά που δημιουργούνταν και τις συνεχείς συσκέψεις των καθηγητών στα γραφεία τους, υπήρχε περισσότερος ελεύθερος χρόνος για διαλλείματα παρά για το μάθημα κάτι που φυσικά δεν ήταν και δύσπεπτο για τους μαθητές. Κανόνας απαράβατος στη σχολική ζωή ήταν το πώς θα βρίσκονταν ευκαιρίες να χάνουμε μάθημα και να έχουμε κενό, ειδικότερα αν επρόκειτο για τα μαθηματικά. Αυτό αφορούσε το σύνολο των μαθητών του Γυμνασίου και δεν υπήρχαν εξαιρέσεις.
Ομως, τα πράγματα στο σχολείο είχαν δυσκολέψει πολύ εκείνες τις μέρες του Νοέμβρη του 1973 και οι αποβολές και επιπλήξεις σε βάρος των μαθητών συνδυασμένες με χειροδικίες από τους καθηγητές, παρόλο που πλέον είχαμε μεγαλώσει αρκετά και ήμασταν παιδιά 13 και 14 χρονών, σωστοί άντρες κάποιοι. Η αλήθεια είναι ότι τα χρόνια εκείνα, το ρητό «όπου δε πίπτει λόγος, πίπτει ράβδος» είχε γίνει στοιχείο και απαραίτητο συμπλήρωμα στην καθημερινότητα του σχολείου. Η αναφορά στο σχολείο διαρκώς και στη ζωή εκεί δεν μπορεί να λείπει διότι οι ώρες που ήμασταν στα θρανία, ήταν οι ώρες και της κοινωνικής μας ζωής, οι ώρες της επαφής μας με τον κοινωνικό μας περίγυρο και γενικότερα αφορούσαν το διαθέσιμο χρόνο της ημέρας για την κοινωνική μας ένταξη. Ομως, κάτω από εκείνες τις συνθήκες, καταλαβαίναμε όλοι πλέον που σιγά σιγά αφήναμε την παιδικότητα μας ότι κάτι πήγαινε στραβά στην κοινωνία αυτή και η λέξη καταπίεση, χούντα, φασισμός ξαφνικά πήδηξαν μέσα από τις σελίδες των βιβλίων και βγήκαν στον αέρα. Σαν τρελλές μάγισσες, σαν Φρικαντέλλες πετούσαν πάνω από το σχολείο και γελούσαν και ούρλιαζαν και μόνο η σκέψη ότι την επόμενη μέρα θα ξαναπηγαίναμε στον ίδιο χώρο, προκαλούσε κρύο ιδρώτα παρόλο που ήταν ήδη σχεδόν μέσα Νοέμβρη και είχε αρχίσει το κρύο στην Αθήνα να δείχνει τα δόντια του.
Με τούτα και με κείνα, κυλούσε ο Νοέμβρης και έφτασε ημέρα Παρασκευή 16 Νοεμβρίου 1973 και μείς τα παιδιά πηγαίναμε στο σχολείο εκεί γύρω στις 1 και μισή το μεσημέρι, γιατί ήμαστα απογευματινοί. Από το πρωϊ της μέρας εκείνης στη Νέα Ιωνία, επικρατούσε μια αναστάτωση και μια ασυνήθιστη κινητικότητα και άνθρωποι τρέχαν πέρα δώθε και μιλούσαν κρυφά και η λέξη διαδήλωση ακούγονταν όλο και πιό έντονα την μέρα εκείνη. Περνώντας μπροστά από το σταθμό του ηλεκρτικού στα Πευκάκια, στην κάτω είσοδο του επί της οδού Ηρακλείου, είδαμε κόσμο μπουλούκια να ανεβαίνουν τη σκάλα του σταθμού για να πάρουν το τραίνο στην πλατφόρμα προς τον Πειραιά και το κέντρο της Αθήνας. Αυτό ήταν το καθημερινό μας δρομολόγια για το σχολείο για όσους κατεβαίναμε από το κέντρο της Νέας Ιωνίας και τις βορειότερες περιοχές της πόλης προς το σχολείο. Εκεί συνάντησα και τον παιδικό μου φίλο και συμμαθητή τον Βασίλη, που ερχόμενος προς το μέρος μου, μου λέει: «Σήμερα δε πάμε στο μάθημα, θα μαζευτούμε μπροστά στο σχολείο και με τους άλλους θα κατέβουμε στην Πατησίων στο Πολυτεχνείο... έχει διαδήλωση... πρέπει νάμαστε και οι μαθητές εκεί γι αυτά που τραβάμε στο σχολείο»
Τρόμαξα και φοβήθηκα, αλλά τελικά η εφηβική περιέργεια και η δίψα για αναζήτηση του κόσμου έξω από το σχολείο και το σπίτι, κατάστειλαν τις όποιες αναστολές και ο εφηβικός παρορμητισμός νίκησε. Ολοι οι μαθητές του σχολείου, εκτός από λίγους, που πια με τα χρόνια η λήθη καλύπτει με το γκρί πέπλο της, μαζευτήκαμε μπροστά στο σχολείο, ενώ μάταια μας καλούσε να μπούμε μέσα ο γυμναστής και ο επιστάτης. Τι περιμέναμε άραγε για να φύγουμε; Και αλήθεια τι ήταν η διαδήλωση; Τι θα κάναμε εμείς εκεί; Σποραδικά, από το ραδιόφωνο του BBC που άκουγε τα βράδια κρυφά ο πατέρας μου μαζί με άλλους φίλους γειτόνους είχα ακούσει για διαδηλώσεις και φασαρίες με αστυνομία και ξυλοδαρμούς και όλα αυτά... Ομως απλά είχα ακούσει...
Πολύ σύντομα θα τα έβλεπα μπροστά μου σε διάστημα λίγης ώρας και μάλιστα το έναυσμα για την αναχώρηση μας στο κέντρο της πόλης δόθηκε με το κτύπημα του κουδουνιού του σχολείου. Κανονικά και καθημερινά το κουδουνι μας καλούσε για συγκέντρωση στις γραμμές μας ανα τάξη και τμήμα, για προσευχή και λόγο για την επαναστάση που έσωσε την Ελλάδα από την αναρχία και τους κομμουνιστές. Εκείνη τη μέρα το κουδούνι χτύπησε σε μια άδεια αυλή και εμείς οι μαθητές τρέξαμε στις πλατφόρμες του τραίνου.
Τρέχαμε φωνάζοντας, κάποιοι μεγαλύτεροι συνειδητοποιημένα όπως αποδείχτηκε εκ των υστέρων και εμείς οι πιό μικροί οι δεκατριάχρονοι τρέχαμε ξωπίσω ακολουθώντας τους υπόλοιπους γιατί απλά θέλαμε να μάθουμε, να δούμε, να ζήσουμε εκείνο το διαφορετικό απο της καθημερινότητα μας..
Η περιπέτεια, το άγνωστο μας καλούσε και το ότι θα άλλαζαν τα πράματα εφόσον θα πηγαίναμε στη διαδήλωση και απο την επόμενη εβδομάδα, δεν θα ούρλιαζαν οι καθηγητές ούτε θα έπεφταν σφαλιάρες παραδειγματισμού, για κυριολεκτικά ασήμαντες αφορμές, γιατί αυτό συνέβαινε... Ξαφνικά μέσα σε λίγες στιγμές ένιωσα ότι ψήλωσα απότομα, ότι μεγάλωσα και όλοι είχαμε γίνει ίδιοι... Συνειδητοποίησα εκει στη πλατφόρμα του σταθμού ότι και τα κορίτσια που είχαν τελειώσει την πρωϊνή βάρδια του σχολείου δεν είχαν επιστρέψει στα σπίτια τους αλλά ήταν πάρα πολλά εκεί στην πλατφόρμα του σταθμού. Το παλιό ξύλινο τραίνο των ΕΗΣ κατέφθασε και «μπουκάραμε» μέσα όλο το μπουλούκι στα βαγόνια, αγόρια και κορίτσια και μέσα σε όλο αυτό το σκηνικό, σκέφτηκα΄
«Πω, πω, τι θα γίνει θα το μάθουν οι γονείς μου και θα φάω της χρονιάς μου... κι αν μπεί ο ελεγκτής στο τραίνο και με πιάσει χωρίς εισιτήριο;»
Συνεχίζεται ....


Το τραίνο ξεκίνησε από το σταθμό Πευκάκια, και ήταν ένα παλιό από εκείνα τα ξύλινα που έτριζαν... τα καθίσματα του σαν ξύλινοι πάγκοι και να κάθονται όσοι πρόλαβαν από τους συμμαθητές μου και τους άλλους μαθητές του σχολείου με κατεύθυνση πρό το κέντρο. Ντάκ ντούκ να κτυπάνε τα σίδερα καθώς έτρεχε στις γραμμές και η μια συνοικία να διαδέχεται την άλλη. Φωνές και οχλαγωγία και λιγοστοί οι επιβάτες, έδειχναν φανερά με μορφασμούς την δυσαρέσκεια τους στις φωνές και τη φασαρία που κάναμε όλοι οι μαθητές του Γυμνασίου, ενώ είχε γεμίσει ασφυκτικά και από μαθητές άλλων σχολείων απο τις πιο βόρειες περιοχές που κατέβαιναν στο κέντρο για την διαδήλωση και το ημερολόγιο εκείνη την μέρα έδειχνε 16 Νοεμβρίου 1973. Η ώρα ήταν περίπου 2 το μεσημέρι και ήταν μια μέρα ηλιόλουστη και όχι πολύ κρύα για την εποχή. Τα πράσινα πλακάκια του σταθμού Βικτώρια μας υποδέχτηκαν όταν άνοιξαν οι πόρτες του τραίνου για να κατέβουμε. Πράσινο λέγανε είναι το χρώμα της ηρεμίας και της ειρήνης , πράσινο και της ελπίδας. Τη μέρα εκείνη δε δώσαμε σημασία στο χρώμα των πλακιδίων που κάλυπταν τις επιφάνειες των τοίχων του υπόγειου σταθμού ούτε στην ερμηνεία του, εξ άλλου δεν ήταν η πρώτη φορά που τον βλέπαμε. Αργότερα πολύ σαν ενηλικος και φοιτητής άρχισα να ασχολούμαι με τη σημειολογία των χρωμάτων και του περιβάλλοντος. Εκείνο που πρωτοκατάλαβα εκείνη τη μέρα ήταν η πρώτη αίσθηση ελευθερίας, εκείνο το άνοιγμα των φτερών του μικρού πουλιού που ετοιμάζεται για τη πρώτη δοκιμαστική του πτήση. Η ηδονή του παράνομου, του κρυφού με πλημμύριζε καθώς για πρώτη επίσης φορά έκανα κάτι σπουδαίο την πρώτη μου «κοπάνα» από το σχολείο και μάλιστα οργανωμένη. Ηταν η αίσθηση της ανεξαρτησίας, η αίσθηση της τόλμης και της υπέρβασης μιας πράξης έξω απο τα στεγανά και τους προκαθορισμένους κανόνες του μικροκοσμου μου. Ξεπέρασα για πρώτη φορά εκείνη τη μέρα τα όρια του σπιτιού και του σχολείου και ένιωσα παραβάτης χωρίς ενοχές... Μήπως θάπρεπε να το είχα ξανακάνει..
Πολλές και διάφορες σκέψεις πετροβολούσαν το μικρό μου μυαλό και τα συνθήματα που άρχισαν σα ρυπές όπλων να βομβαρδίζουν τον αέρα στην πλατεία Βικτωρίας με παρέσυραν και μένα και δεν περπατούσα ... απλά νόμισα ότι πετούσα για λίγο μέχρι που προσγειώθηκα εντελώς στον κόμβο της Λεωφόρου Αλεξάνδρας με την οδό Πατησίων και εκεί σταμάτησα. Το να προχωρήσει κανείς παραπέρα προς το Πολυτεχνείο (εκεί θα γινόταν η συγκέντρωση και η διαδήλωση) ήταν ένα Ηράκλειο κατόρθωμα. Μπροστά μας, άπειρο πλήθος συνωστίζονταν, άνθρωποι ετερόκλητοι με μεγάλα πανώ... «Ψωμί, παιδεία, ελευθερία» έγραφαν τα πανώ και ούρλιαζε το συγκεντρωμένο πλήθος ρυθμικά, ενώ από τα μεγάφωνα που ήταν κάπου παρακάτω ακούγονταν συνθήματα και τραγούδια σαν εκείνα που άκουγε ο πατέρας μου κρυφά τα βράδυα, από την ελληνική υπηρεσία του BBC. Ηταν τραγούδια επαναστατικά και πολιτικα του Μίκη Θεοδωράκη. Ο χρόνος κυλούσε γρήγορα και οι εικόνες εναλλασσονταν μπροστά μου από το μεγάλο πλήθος που μετακινούνταν διαρκώς πέρα δώθε και στριμώχνονταν και έσπρωχναν όλους εμάς του μικρόσωμους μαθητές. Οι παρέες μας διαλύθηκαν και εγώ έμεινα στο τέλος με δύο τρείς φίλους και συμμαθητές από τη γειτονιά νιώθοντας ασφάλεια που ήμουν μαζί τους.


Εντονα μιλούσαν κάποιοι άγνωστοι σε μένα άνδρες και γυναίκες και μοίραζαν φυλλάδια τις γνωστές πια προκηρύξεις και προσπαθούσα να καταλάβω τι διάβαζα... Ελευθερία, δημοκρατία, πάλη, αγώνας, λέξεις που επαναλαμβάνονταν καθώς πήρε να νυκτώνει και με έπιασε ένας φόβος για το τί θα με περίμενε σπίτι. Σπρώχνοντας το πλήθος με παρέσυρε χωρίς να το καταλάβω μέχρι ένα άλλο σχολείο ένα Ιταλικό απέναντι από το Πολυτεχνείο και τότε είδα για πρώτη φορά την αυλή του, γεμάτη κόσμος, εκατοντάδες; Χιλιάδες; Πολύς κόσμος για την αντιληπτική ικανότητα ενός 13άχρονου παιδιού. Αλλοι σκαρφαλωμένοι πάνω στα κάγκελα και τεράστια πανώ να κρέμονται πάνω από αυτά, ενώ μεγάλα κίτρινα τρόλλεύ και μπλέ λεωφορεία προσπαθούσαν αγκομαχώντας να περάσουν μπροστά από τη σχολή. Ετρεχαν οι φοιτητές και κρεμούσαν πανώ πάνω σ αυτά και οι οδηγοί άνοιγαν τις πόρτες για να βγεί ο κόσμος έξω. Σκηνές αλλοφροσύνης αλλά όλοι ήταν χαρούμενοι και γελαστοί και είχαν τα χέρια ψηλά θαρρείς και επρόκειτο ξαφνικά να πέσουν όλα αυτά τα χέρια πάνω στα πρόσωπα και τα κεφάλια των άλλων, όπως έκαναν οι καθηγητές μας στο σχολείο. Ομως τα περισσότερα χέρια κρατούσαν λουλούδια και είχε γεμίσει ο τόπος κόκκινα και άσπρα γαρύφαλλα. Ολοι ζητούσαν ελευθερία και δημοκρατία και πετουσαν ψηλά τα λουλούδια και η ζωή εκεί μέσα στο γκρίζο της πόλης άρχισε στα μάτια μου να παίρνει άλλη μορφή. Κείνη τη μέρα και για πρώτη φορά, το λέω και το επαναλαμβάνω ότι τα χέρια είχαν και άλλο προορισμό και λόγο ύπαρξης. Δεν ήταν μόνο να υψώνονται και να τιμωρούν. Δεν ήταν μόνο για να κτυπούν μαθητές και δεν έπρεπε έτσι να είναι η ζωή μας. Η ζωή ηταν εκεί στους δρόμους και στη διαδήλωση.
Βέβαια λίγες στιγμές αργότερα θα μάθαινα στη ζωή μου, ότι η τιμωρία για τη τόλμη της αναζήτησης της ελευθερίας δεν θα ερχόταν μόνο από το σπίτι ή από το σχολείο. Πολλοί αστυνόμοι με τις πράσινες σκούρες τότε στολές τους, ξεχύθηκαν και εμφανίστηκαν από το πουθενά ανάμεσα στους διαδηλωτές και άρχισαν να τους κτυπούν και να τους κυνηγούν με ξύλινα ραβδιά, σαν εκείνα που άνοιγε το φύλλο της πίττας η μάνα μου, μόνο που αυτά ήταν μαύρα και δεν ήταν για να ανοίγουν τη ζύμη αλλά για ν ανοίγουν κεφάλια. Στη θέα των πρώτων ματωμένων προσώπων ήρθε και ο πανικός και το κλάμα. Φοβήθηκα πολύ και προσπαθούσα να βρώ διέξοδο να φύγω και σπρώχνοντας μαζί με το φίλο μου το Νικολάκη που έμενε δίπλα μας και ήταν και ένα χρόνο μεγαλύτερος από μένα φτάσαμε πίσω από τις στάσεις των λεωφορείων στην οδό Στουρνάρα, για νάρθει από εκει και η «σωτηρία» μας...
Και το ρολόι σε ένα κατάστημα κεί παραδίπλα έδειχνε 5 η ώρα το βράδυ...

Η υπογραφή και το μυστρί... (μέρος 8ο)

Το κατάστημα ήταν στη γωνία των οδών Στουρνάρα και Πατησίων και ήταν νομίζω ένα μεγάλο κατάστημα ηλεκτρονικών ειδών. Στο κατάστημα ήταν ένα ρολόϊ στο τοίχο που έδειχνε 5 η ώρα το βράδυ, ενώ δηλαδή λόγω εποχής ήδη είχε αρχίσει να νυκτώνει. Αυτό ήταν και το τελευταίο πράμα εκείνης της μέρας στη διαδήλωση που μπορούσα να θυμάμαι συνειδητά ενώ παράλληλα ένας πανικός με είχε πιάσει γιατί ήξερα ότι μόλις νύκτωνε δε θα έπρεπε να κυκλοφορώ στους δρόμους... Βέβαια η απαγόρευση κυκλοφορίας αφορούσε κάποια ώρα αργότερα,  γιατί έτσι και αλλιώς και από το σχολείο όταν ήμασταν απογευματινοί πιό αργά σχολούσαμε... Οπότε...
Φοβισμένος πιά και με τις φωνές να έρχονται σαν ριπές από παντού μαζι με τον φίλο μου το Νίκο, τρέχαμε στην οδό Στουρνάρα με κατεύθυνση πρός την Γ΄ Σεπτεμβρίου, χωρίς να έχουμε συνειδητοποιήσει απόλυτα που πηγαίναμε καθώς ένα πλήθος πίσω μας έτρεχε και αυτό και μας έσπρωχνε προς τα κάτω.. Ισως να μου φάνηκαν ατέλειωτες οι στιγμές ή χιλιόμετρα ολόκληρα ενώ στην πραγματικότητα η σωτηρία ήταν μόλις λίγα μέτρα παρακάτω και είχε όνομα..
Αθήνα – Καλογρέζα...
ήταν η λεωφορειακή γραμμή που περνούσε από την Νέα Ιωνία και πήγαινε στην Καλογρέζα ένα μικρότερο προάστιο της Νέας Ιωνίας, ανατολικά στα σύνορα με την Φιλοθέη. Το πώς κάποιο χέρι μας τράβηξε απότομα και μας έβαλε τραβώντας μας κυριολεκτικά μέσα στο παλιό λεωφορείο ούτε που το κατάλαβα καθόλου. Το σίγουρο είναι ότι ήταν γεμάτο κόσμο και όρθιοι και εμείς ακούσαμε την πορτα να κλείνει πίσω μας ενώ μέσα οι επιβάτες σαν παστές σαρδέλλες ο ένας στριμωγμένος δίπλα στον άλλον κουνιόμασταν μπρός πίσω καθώς ο οδηγός έβαλε μπροστά  τη μηχανή και ξεκινήσαμε.  Εκείνο που δε σκέφτηκα τότε και μάλλον κανείς δε σκέφτηκε ήταν να περάσουμε από το κάθισμα και το μικρό ταμείο του εισπράκτορα να πληρώσουμε εισιτήριο. Τα λεωφορεία τότε ήταν κάτι παμπάλαια που είχαν μπροστά τη μηχανή εσωτερικά στο όχημα σαν κάσα με πεθαμένο και η θέση του εισπράκτορα δίπλα στην πίσω πόρτα. Εμείς όμως ήμασταν ζωντανοί και παιδιά.
«Που γυρνάτε ρε παιδιά;» ακούστηκε μια αντρική φωνή και γυρίζοντας είδα τον εισπράκτορα με το καπέλλο του να μας κοιτάζει με ανήσυχο βλέμμα.
Δε μίλησα καθόλου και φοβισμένος καθώς ήμουν έβαλα τα κλάματα και με την παιδική μου αφέλεια ψέλλισα¨
«Δε κάναμε τίποτα... πήγε όλο το σχολείο στη διαδήλωση και πήγαμε και μείς»
«Σπίτι τώρα γρήγορα και να δούμε τι θα πούν οι γονείς σας»
Οι γονείς μου... οι γονείς μου... τι να πούν οι γονείς μου και ποιός να πεί... ήδη εδώ και καιρό ο μακαρίτης ο πατέρας μου ήταν άρρωστος με εγκεφαλικά και παραπληγικός και ζούσε στον δικό του κόσμο με τα φαντάσματα του παρελθόντος. Ζούμε τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο ξανά, τον καιρό της Αλβανίας και τα χρόνια στην Αίγυπτο μετά, καθηλωμένος στο κρεβάτι και εγώ παιδί βοηθούσα τη μάνα μου στη φροντίδα του. Εκείνη πάλι είχε αναλάβει όλους τους ρόλους, της μάνας, της νοσοκόμας, της νοικοκυράς και εγώ του μαθητή και του βοηθού νοσοκόμου. Δύσκολες και άγριες καταστάσεις για έναν έφηβο χωρίς άλλα περιθώρια επιλογής. Λίγοι ήξεραν την κατάσταση μέσα στο σπίτι και μόνο οι γείτονες και φίλοι. Στο σχολείο μου αυτό ήταν αγνωστο ήταν το μυστικό μου. Ισως ήταν εκείνη η διάκριση που υπήρχε για τα παιδιά με προβληματικές οικογένειες. Ντρεπόμουνα για τον άρρωστο πατέρα μου όταν οι πατεράδες των συμμαθητών και φίλων, ήταν νέοι και υγιείς και μένα όχι. Δεν ήξερα πως ν αντιδράσω τότε, πώς να το διαχειριστώ όλο αυτό. Δεν ήθελα να με λυπούνται και έτσι δε μιλούσα καθόλου.
Το αυθόρμητο κλάμα της στιγμής διαδέχθηκε η σιωπή τόσο από μένα όσο και από τον Νικολάκη το φίλο μου. Μετά από αρκετή ώρα και ενώ το λεωφορείο είχε ήδη αφήσει την οδό Πατησίων και μπήκε στη λεωφόρο Ηρακλείου προς την Ριζούπολη, αρχίσαμε να μιλάμε και να σκεφτόμαστε τι θα λέγαμε, γιατί ήμασταν σίγουροι ότι  όλη αυτή η φασαρία θα είχε ήδη γίνει γνωστή και στη γειτονιά μας, παρόλο που τα πάντα ήσυχα φαινόταν να είχε σκεπάσει η νύκτα.
«Να τους πούμε, πως ήμασταν σχολείο κανονικά και σχολάσαμε πιό νωρίς» είπε ο Νίκος
«Οχι» του είπα και συνέχισα «Δεν είναι χαζοί, θα τα έχουν μάθει, αφού όλο το σχολείο έφυγε, σίγουρα κάποιοι θα γύρισαν πιό νωρίς ή πήγαν κατευθείαν σπίτια τους... Στο κάτω κάτω της γραφής, άκουσες και είδες τα συνθήματα... Ελευθερία!... λοιπόν, ας πούμε την αλήθεια... κρύβονται όσοι νιώθουν ένοχοι.. εμείς τι κακό κάναμε;»
Ο Νίκος το ξανασκέφτηκε λίγο και μου είπε: «Εχεις δίκιο, θα πούμε την αλήθεια και ότι γίνει»
Το ότι γίνει, με τα μέχρι τότε δεδομένα σήμαινε απλά ότι το πιθανότερο να «τρώγαμε» μερικές παντοφλιές από την μάνα μου εγώ και την Κυρά Ρήνη τη μάνα του εκείνος. Αλλά δεν μπορούσαμε να κάνουμε κάτι άλλο.
«Οσοι είναι να κατέβουν για Νέα Ιωνία, θα κατέβουν τώρα, εδώ στον Τροχονόμο» είπε ο εισπράκτορας καθώς άνοιγε τις πόρτες του λεωφορείου που είχε ήδη σταματήσει. Κατεβαίνοντας, κοίταξε τον Νίκο και εμένα και είπε «Αντε, τυχεροί ήσασταν σήμερα, παιδιά»
Τυχεροί γιατί; Ακόμη μέχρι εκείνη τη στιγμή δεν είχα συνειδητοποιήσει γιατί ήμασταν τυχεροί. Και όμως λίγες στιγμές μας χώριζαν, λίγα λεπτά μας χώρισαν, από εκείνη τη φράση που και οι δύο μας θα καταλαβαίναμε γιατί πραγματικά ήμασταν τυχεροί.
Η φιγούρα του αστυνομικού που έμπαινε  στην αυλή του σπιτιού μου, έκανε τόσο τα δικά μου βήματα όσο και του Νίκου, να γίνουν τρέξιμο, καθώς τον είδαμε ενώ μπήκαμε στην οδλό Αγνώστων Ηρώων που μέναμε και οι δύο.
Εγώ έμενα στον αριθμό 20 και ο Νικολάκης με τη Βαγγελίτσα παραδίπλα το 16... Και είχε ήδη πέσει το σκοτάδι και ο δρόμος φωτίζονταν από τα φώτα της κολώνας στο πεζοδρόμιο έξω στην γωνία της μάντρας του σπιτιού...



Η υπογραφή και το μυστρί... (μέρος 9ο)

«Ααα... νάτος!»  είπε η μακαρίτισσα η μάνα μου, μόλις μπήκα στο σπίτι στον αστυνομικό που γύρισε το κεφάλι του προς την πόρτα, όταν άκουσε το θόρυβο την ώρα που έμπαινα.
«Ψυχραιμία» σκέφτηκα... πριν απαντήσω στην επόμενη ερώτηση
«Πού είσαι μικρέ;» ρώτησε ο αστυνομικός
«Εδώ» απάντησα
«Εννοώ που ήσουν σήμερα πριν έρθεις εδώ»
«Σχ.. σχολείο» απάντησα
Ηταν τελικά ή φαινόταν καλοσυνάτος, ίσως γιατί είχε και εκείνος παιδιά στην ηλικία μου, όπως έμαθα αργότερα
«Δεν σου έχουν πεί ότι μεγαλώνει η μύτη σου, όταν λές ψέματα.. σαν τον Πινόκιο»
Αποφάσισα στη στιγμή να πώ την αλήθεια ή τουλάχιστον τη μισή.  Σίγουρα στο σπίτι ούτε αυτός ούτε οι δικοί μου είχαν μαύρα ρόπαλα να με βαρέσουν στο κεφάλι, ούτε κάν βέργα σαν τους καθηγητές στο σχολείο.  Υπήρχαν κάποιες ζώνες του πατέρα μου, ο οποίος ήταν άρρωστος στο κρεβάτι και δε μπορούσε ν αντιδράσει. Επομένως το πιθανότερο ήταν να αρπάξω καμιά ανάποδη από τη μάνα μου, αλλά αυτό ήταν το τελευταίο που θα μ ενοχλούσε εκείνη τη στιγμή..
«Οχι κύριε αστυνόμε... δεν ήμουν όλη την ώρα στο σχολείο... όλοι έφυγαν από το σχολείο και σκορπιστήκαμε.. εγώ πήγα βόλτα.. .γύριζα στη Νέα Ιωνία... μέχρι το άλσος στη Φιλαδέλφεια... στο Κένταυρο... ήταν κι άλλοι συμμαθητές...» και με σκυμμένο κεφάλι συμπλήρωσα «Εκανα τη πρώτη μου κοπάνα, κύριε..»
«Είναι έτσι ή έγινε κάτι άλλο;» συνέχισε «εμένα ένα πουλάκι μου είπε, ότι ησουν αλλού, πήγες με τους άλλους στη διαδήλωση των κομμουνιστών»
Συνειδητοποίησα ότι πιθανόν μπλόφαρε και έτσι απτόητος υπερασπίστηκα την αρχική μου θέση.. .εξ άλλου μέσα σε όλες εκείνες τις χιλιάδες κόσμο που ήταν στην οδό Πατησίων, εμένα θα έβλεπαν; Στο κάτω κάτω εγώ πέρασα και έφυγα .. .φοβήθηκα.. δε κάθισα, ούτε είπα, ούτε έκανα κάτι... Και όμως ήταν και άλλοι που δεν έλεγαν κάτι και φοβισμένοι έτρεχαν να φύγουν όμως τα κλόμπς έσπαγαν πάνω στα κεφάλια τους και το αίμα έτρεχε από τα πρόσωπα τους...
«Οχι, κύριε.. .στο άλσος ήμουν της Φιλαδέλφειας, εκεί μπροστά στο Κένταυρο στη λίμνη...»
«Μόνος σου;»
«Οχι κύριε.. .ήταν και άλλοι πολλοί εκεί, πολλά παιδιά απο το σχολείο... από διάφορες τάξεις, δε τους ήξερα, δε ξέρω όλο το σχολείο»
«Κυρία μου, καλώς..» είπε απευθυνόμενος στη μάνα μου. Κοίταξε για λίγο πιό μέσα είδε τον άρρωστο πατέρα, ενώ απεύφεγα να κοιτάξω τη μάνα μου, η οποία έκλαιγα...
«Ειναι καλό το παιδί μου, ήσυχο... μάλλον παρασύρθηκε» ψέλλισε η μάνα και με κοίταξε, με ένα βλέμμα... εκείνο το γνωστό της Ελληνίδας μάνας... που σημαινε «Εμείς οι δύο θα τα πούμε σε λίγο»
Ο αστυνομικός χαιρέτησε και κατευθύνθηκε στο διπλανό σπίτι στου φίλου μου του Νίκου, ενώ ιδρώτας με περιέλουσε για το τι θα έλεγε εκείνος... Ομως η διαίσθηση του φίλου και συνενόχου οδήγησε τα λόγια του στο άλσος της Φιλαδέλφειας.
Το τι έγινε μετά στο σπίτι δε περιγράφεται. Αφού βεβαιώθηκε η μάνα μου ότι είχε φύγει ο αστυνομικός απο τη γειτονιά, με «στόλισε» κυριολεκτικά αλλά δε με ακούμπησε. Ο πατέρας μου ζώντας στο δικό του κόσμο, λίγα είχε καταλάβει αν είχε καταλάβει τελικά τίποτα. Εκείνη τη μέρα αισθάνθηκα ότι άλλαξε κάτι μέσα μου. Δεν ήταν δυνατόν, όλοι εκείνοι οι άνθρωποι να ήταν κομμουνιστές σαν τον πατέρα της Μυρσίνης στην εξορία και να μην υπέγραφαν. Κάτι άλλο συνέβαινε. Και οι μαθητές; Εμείς όλοι; Κομμουνιστές και εμείς; Τουλάχιστον, έτσι είπε ο αστυνομικος πριν λίγη ώρα στο σπίτι. Οχι! Εμείς πήγαμε γιατί απλά έπρεπε να σταματήσουν όλα όσα γίνονταν στο σχολείο. Δεν έπρεπε να τρώμε ξύλο πιά... Για ποιό λόγο; Για ασήμαντα πράματα που κάνουν όλοι οι νεαροί της ηλικίας μας;
Η επόμενη μέρα ήταν Παρασκευή και όταν πήγαμε στο σχολείο ήταν οι πόρτες κλειστές. Υπήρχε μια επιγραφή στη πορτα. Με διαταγή του Υπουργείου και για αποφυγή κάθε φασαρίας το σχολείο θα παρέμενε κλειστό. Τότε άκουσα για πρώτη φορά από άλλα παιδιά και κόσμο που γύρναγε εκεί γύρω, ότι είχε μπεί το τάνκ στο Πολυτεχνείο και είχε σκοτωθεί κόσμος.
Πίσω στο σπίτι το ραδιόφωνο καθώς έπαιζε τη νύκτα στο σταθμό του BBC έλεγε για νεκρούς και παραβίαση του ασύλου. Συνειδητοποίησα για άλλη μια φορά ότι  η κατάσταση ήταν σοβαρή και σύντομα θα βλέπαμε και τις αλλαγές. Η δικτατορική κυβέρνηση της Ελλάδας, φαίνεται ότι έπνεε τα λοίσθια, αλλα ήταν εκείνες τις μέρες νωρίς για το καταλάβουμε, εξ άλλου έρχονταν και τα Χριστούγεννα και μαζί τους και οι σχολικές διακοπές και κείνος ο Αη Βασίλης, στο κατάστημα ΜΙΝΙΟΝ  που κάθε χρονο μας περίμενε να πάμε να βγάλουμε φωτογραφίες. Μαζί ήρθαν και τα κάλαντα και κείνο το ταληράκι από τη Κα Ολγα και τον Κο Ιορδάνη, δύο ηλικιωμένους γείτονες, που μου έκαναν πάντα σεφτέ. Οι μνήμες ξαναεπέστρεψαν  πολύ αργότερα, μήνες μετά όταν πιά είχε έλθει το καλοκαίρι του 1974 και ο θείος μήνας Ιούλιος, που έφεραν τη μεταπολίτευση. Είχαν ήδη περάσει στο μεταξύ κείνον τον Ιούλιο, δύο μήνες από το θάνατο του πατέρα μου που σηματοδότησε και τη ζωή μου.
Δεν ήταν τα πολιτικά γεγονότα του Νοέμβρη του 73 που ξαφνικά με ωρίμασαν και μ έκαναν να προβληματιστώ για την υπόλοιπη ζωή μου. Ηταν ένα σύνολο πραγμάτων και πιό πολύ ότι τώρα έμενα μόνος για ν αποφασίσω το τι θα έκανα. Θαρρείς και ένα μαχαίρι ήρθε κι έκοψε την παιδική μου ηλικία και πέρασα στην ενήλικη ζωή, προσπερνώντας τις τρέλλες της εφηβείας. Δεν είμαι σίγουρος τελικά αν ποτέ υπήρξα παιδί ή έφηβος... Δεν έμαθα ποτέ ποιό ήταν εκείνο το βήμα που διασκέλισα από την παιδικότητα στην ωριμότητα..
Ηταν Ιούλιος του 74 όταν πρωτοαντίκρυσα στην εφημερίδα την εικονα με το τάνκ να γκρεμίζει την πόρτα του Πολυτεχνείου και χιλιάδες κόσμο να ξεχύνεται στους δρόμους να υποδεχθεί τη ... Δημοκρατία..
Ενας ψηλός, γεροδεμένος πολιτικός με επαρχιώτικη προφορά και στιβαρό ύφος χαιρετούσε τα πλήθη.... Ο νέος πρωθυπουργός της Ελλάδας... Κωνσταντίνος Καραμανλής..

Η υπογραφή και το μυστρί... (μέρος 10ο)



Και ο μήνας Ιούλιος πάντα ήταν μήνας για κάποια νέα αρχή.  Πρόσφατα τότε είχαμε μάθει στο σχολείο από την φιλόλογο καθηγήτρια μας την Κα Μαρία Κυράνη στο μάθημα των αρχαίων, ότι σύμφωνα με το αρχαίο ελληνικό ημερολόγια κάπου τότε ήταν η αρχή του έτους. Σύμφωνα με το δικό μας χριστιανικό ημερολόγιο, η αρχή του έτους είναι τον Γενάρη. Φαίνεται όμως ότι εκείνη τη χρονιά το 1974 κείνος ο Ιούλιος ήταν πολύ σημαδιακός. Μια σειρά γεγονότων ήταν που άλλαξαν τη ζωή μας, αν και κείνες τις μέρες ένα πάγωμα, ένας φόβος ήταν εκείνη η πρώτη αλλαγή. Για κάποιο λόγο, έγινε ο πόλεμος στην Κύπρο. Πολλά ειπώθηκαν, πολλά γεγονότα έγιναν και αυτός ο πόλεμος ή μάλλον η εισβολή των Τούρκων στην Κύπρο έφεραν και τις αλλαγές στην Ελλάδα. Επαναλαμβάνω και συνέχεια θα το λέω ότι στο εφηβικό μου μυαλό, τίποτα δεν ήταν ξεκάθαρο, απλά εμπλουτίζονταν, όπως τελικά αποδείχθηκε και αυτό το κατενόησα αρκετά αργότερα στο μέλλον, το πεδίο των συναισθημάτων και των αναμνήσεων.  Βέβαια  η  συνειδητότητα  του γεγονότος αυτού γίνεται αντιληπτή πολλά χρόνια μετά όταν κάθησε εκείνος ο νεαρός έφηβος, πολύ μετά, άνδρας και φοιτητής όταν και επεξεργάστηκε τις μνήμες και τα βιώματα.
Η εισβολή στη Κύπρο έφερε και την αλλαγή του πολιτεύματος στην Ελλάδα. Ο στρατηγός Ζωϊτάκης αν θυμάμαι καλά, παραιτήθηκε από την κυβέρνηση της χώρας και ο Κωνσταντίνος Καραμανλής, που ήταν πρωθυπουργός και την χρονιά που γεννήθηκα παλαιότερα, ξαναγίνεται ο νέος κυβερνήτης της Ελλάδας και ο λαός τον υποδέχεται με ανακούφιση. Ολα αυτά συνέβησαν εν μέσω σχολικών διακοπών και η αλλαγή αυτή με βρήκε με τη μητέρα μου, στη Θεσσαλονίκη, κοντά στα συγγενικά μας πρόσωπα, την οικογένεια της μητέρας μου, κοντά στη γιαγιά μου, στους θείους και τα ξαδέλφια μας. Ολοι πανηγύριζαν εκεί και χαμογελούσαν, για κείνο που θ΄ άλλαζε στη ζωή τους. Εμείς τα παιδιά, συμμετείχαμε στη χαρά, ίσως τα μεγαλύτερα γιατί κατάλαβαν. Εμείς οι μικρότεροι γιατί ήταν καλοκαίρι και ήμασταν όλοι μαζί χωρίς το άγχος του σχολείου.
Περιμένοντας κείνη τη μέρα στις 24 Ιουλίου 1974 το λεωφορείο στη πλατεία στο Βαρδάρη στη Θεσσαλονίκη για να πάμε στη θεία μου στη Πολίχνη και στα ξαδέλφια μου εκεί με τη μάνα μου στη στάση, εμφανίστηκε ξαφνικά μπροστά μας ο μακαρίτης ο θείος μου ο Χρήστος φωνάζοντας..
«Που πάτε εσείς; Δεν ακούσατε τι έγινε; Επιστράτευση, πόλεμος!»
Η μαμά μου είπε στο θείο μου ότι πηγαίναμε στην αδελφή της. Το λεωφορείο ήρθε στο μεταξύ και στιβαγμένοι ο ένας πάνω στον άλλο μέσα στη κάψα του καλοκαιρινού μεσημεριού, τραβήξαμε το δρόμο για την Πολίχνη. Ο κόσμος φώναζε και σχολίαζε τα του πολέμου και εγώ είχα κολλήσει πάνω στη μάνα μου, που ξέσπασε σε κλάματα αγκαλιάζοντας με.
«Εδώ θα μείνουμε, μη στεναχωριέσαι, κοντά στους ανθρώπους μας. Δε πάμε πίσω στην Αθήνα... Στο πόλεμο, καλύτερα νάμαστε όλοι μαζί.. Μη στεναχωριέσαι, έχω περάσει πόλεμο... θάμαστε όλοι μαζί»
Μεγάλη αναστάτωση, επικρατούσε εκεί, και ήδη είχαν καλέσει στρατιώτες τα μεγαλύτερα ξαδέλφια μου, τον ξάδελφο μου τον Σάκη και τον Νίκο. Σκηνές αλλοφροσύνης επικρατούσαν, γιατί η γυναίκα του Σάκη ήταν ετοιμόγεννη και από την ταραχή και τη σύγχυση την πιάσαν οι πόνοι της γέννας και «έσπασαν» τα νερά. Καθόμουν σε μια άκρη και έβλεπα όλα αυτά και τις γυναίκες να κλαίνε και το αυτοκίνητο ενός γείτονα που έπαιρνε τη ξαδέλφη μου να τη πάει στο μαιευτήριο ενώ ο άντρας της έφευγε με ένα σάκκο για να παρουσιαστεί στρατιώτης στο φρουραρχείο της Θεσσαλονίκης και απο κεί... Κανείς δεν ήξερε..
Η ξαδέλφη γέννησε ένα πανέμορφο κοριτσάκι και εμείς τα υπόλοιπα παιδιά εκεί στην παρέα καμμιά 5-6 αν θυμάμαι καλά, καθόμασταν όλοι μαζί και δε μιλούσαμε ενώ οι μεγάλοι αλλόφρονες πηγαινοέρχονταν πάνω κάτω. Τα ραδιόφωνα και οι τηλεοράσεις έλεγαν... έλεγαν...
Κείνες οι δύο τρείς μέρες φάνηκαν πολύ μεγάλες και δεν περνούσαν και ξαφνικά στο κατακαλοκαιρο ο πάγος από τις ψυχές των ανθρώπων πέρασε στη φύση και αυτή θαρρείς νεκρώθηκε και απλώθηκε παντού η σιωπή. Κανείς δε γελούσε, κανείς δεν αντιδρούσε, μονο περίμεναν με αγωνία τα νέα από τα παιδιά που είχαν στρατευθεί. Ο Σάκης σε δύο μέρες είχε βρεθεί στον Εβρο στα σύνορα, όπου και παρέμεινε για τρείς μήνες τελικά, ενώ ο Νίκος είχε πάει Αθήνα. Θα τους πήγαιναν στην Κύπρο λέγαν με το αεροπλάνο. Δεν ήταν σ εκείνο το αεροπλάνο που έριξαν κατά λάθος οι Κύπριοι, ίσως ήταν στα άλλα που γύρισαν πίσω όταν έφτασαν στη Ρόδο, με εντολή της συμμαχίας του ΝΑΤΟ, όπως μετέδωσαν τα μέσα ενημέρωσης τότε και που το θυμάμαι πολύ καλά.
Τελικά πόλεμος δεν έγινε εκείνες τις μέρες, ούτε τις επόμενες που ακολούθησαν γιατί λέγαν ο Καραμανλής έτρεχε από τόπο σε τόπο και προσπάθησε να ειρηνεύσει την κατάσταση. Και ήρθε και ο Αυγουστος και ξαναμπήκαν οι Τούρκοι στην Κύπρο και η τηλεόραση έδειχνε τη σύλληψη των πρωτεργατών της προηγούμενης δικτατορικής κυβέρνησης. 
Ειχαν περάσει οι στιγμές δόξας για κείνον τον Παττακό τον πολιτικό με το «μυστρί» που μας έδειχναν διαρκώς στην τηλεόραση όλα αυτά τα χρόνια και στα νέα πριν τις ταινίες στον κινηματογράφο. Ο άνθρωπος εκείνος, τώρα ήταν με χειροπέδες και τον πήγαιναν στη φυλακή, μαζί με τον Παπαδόπουλο και όλους τους άλλους που κυβερνούσαν όλα αυτά τα χρόνια.
Κοίταζα ανάμεσα σε όλους εκείνους, μήπως δώ τους δικούς μου μικρούς δικτάτορες του σχολείου, κείνους τους καθηγητές που μας χτυπούσαν κάθε τόσο και μας έβαζαν τιμωρίες. Αλλά εκείνοι δεν ήταν κυβέρνηση, ούτε δικτάτορες. Ολη αυτή τη περίοδο μείναμε στη Θεσσαλονίκη και ένιωθα μαζί με την μεγάλη μου οικογένεια προστατευμένος και ήθελα να καθήσουμε εκεί. Δεν ήθελαν να ξαναγυρίσω στην Αθήνα. Εξ άλλου και ο μπαμπάς μου είχε φύγει από την ζωή... Ποιόν θα είχαμε στην Αθήνα; Δεν αποφάσιζα όμως εγώ για το θα γινόταν από κεί και πέρα και τι όχι..
Στο μεταξύ βγάλανε και αφήσανε ελεύθερους όλους τους πολιτικούς κρατούμενους από τα νησιά και τις εξορίες... Γύρισαν και κάποια από τα ξαδέλφια μου από την επιστράτευση και η ζωή εκεί στα τέλη Αυγούστου, άρχισε να παίρνει και τους κανονικούς της ρυθμούς... Εξ άλλου σε λίγες μέρες θα ξανάρχιζαν τα σχολεία...
Και ο Σεπτέμβρης του 74 με βρήκε μαθητή στη πρώτη Λυκείου... Εκεί στο 1ο Λύκειο της Νέας Ιωνίας – Αττικής. Εκεί που γεννήθηκα και μεγάλωσα και θα ζούσα για πολλά πολλά χρόνια ακόμη... Και ο μπαμπάς της Μυρσίνης και του Μανώλη, ο Κυρ Στράτος ο μακαρίτης, ήταν ελεύθερος πιά κοντά στην οικογένεια του.. Και ποτέ δεν έβαλε πάνω στο χαρτί εκείνο που του στέρησε πολλά χρόνια ελευθερίας... Την υπογραφή!
ΤΕΛΟΣ


















0 σχόλια:

 
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...